
Στίβεν Κινγκ |από τις βραδινές βάρδιες στο καθαριστήριο, στις μόνιμες λίστες των μπεστ σέλλερς!
Ταξιδεύουμε πίσω στο χρόνο, στο 1971, που ο Στίβεν Κινγκ σιδερώνει μια στοίβα με ρούχα στο καθαριστήριο που εργάζεται.
Είναι εννιά το βράδυ και νυστάζει, αλλά θα αργήσει να κοιμηθεί, πρέπει να διορθώσει και τα γραπτά των φοιτητών του πριν τους τα παραδώσει το πρωί.
Και να ξεκινήσει να γράφει μια καινούρια ιστορία γιατί την προηγούμενη, την πέταξε στα σκουπίδια.
Δεν του έβγαινε με τίποτα και νευριασμένος είχε τσαλακώσει τα χειρόγραφα και τα είχε στείλει να κάνουν παρέα σε κάτι στυμμένες λεμονόκουπες, των οποίων το περιεχόμενο είχε συνοδέψει το ποτό του.
Τώρα κανονικά έπρεπε να γράφει και όχι να σιδερώνει πουκάμισα αγνώστων.
Τι να πρωτοπλήρωνε όμως με τον μισθό του καθηγητή των αγγλικών…
Το σούπερ μάρκετ είχε φτάσει στον Θεό και εννοείται ότι ψώνιζε από τις προσφορές και το καλάθι του νοικοκυριού. Το ενοίκιο μόνο του σπιτιού ήταν στα εξακόσια πενήντα ευρώ και χωρίς θέρμανση ή ηλιακό.
Τι να λέμε, τα όνειρα για επαγγελματική συγγραφή, είχαν μπει στον πάγο. Και είχε μεγάλες προσδοκίες γι’ αυτήν, αφού όταν έγραψε το πρώτο του διήγημα, ήταν μόλις επτά ετών.
Όλοι πίστευαν ότι θα γίνει μεγάλος συγγραφέας και ότι είχε κληρονομήσει το ταλέντο από τον πατέρα του.
Κι αυτό γιατί όταν εκείνος τους εγκατέλειψε, άφησε στην αποθήκη, διπλά στο μπλακ εντ ντέκερ και τα άλλα εργαλεία, μια κούτα με χειρόγραφα- όλα με εξωγήινους και άλλες, όχι και τόσο, φιλικές μορφές.
Το ίδιο μοτίβο που χρησιμοποιούσε και ο ίδιος.
Και τώρα καθόταν και σιδέρωνε βραδιάτικα, για να πληρώσει τη ΔΕΗ. Είχαν κάνει και χρήση του ερ κοντίσιον, το καλοκαίρι και θα έπαιρνε υπογλώσσιο πριν ανοίξει τον φάκελο με το λογαριασμό.
Σκέφτηκε τα μυθιστορήματά του που είχε στείλει προς αξιολόγηση στους Εκδοτικούς Οίκους.
Όσοι είχαν μπει στον κόπο να του απαντήσουν, τα είχαν απορρίψει γιατί το εκδοτικό τους πρόγραμμα ήταν κλεισμένο για τα επόμενα σαράντα τρία χρόνια.
Αν τους έστελνε κείμενό του ο Χέμινγουέι όμως ή έστω, αν είχε αρκετούς φόλλουερς στα σόσιαλ μίντια, τότε θα χωρούσε στα πλάνα τους, έτσι δεν είναι;
Πάντως, δεν μπορούσε να σταματήσει να γράφει. Είχε συνεχή έμπνευση.
Έγραφε συνέχεια μες το μετρό, στη διαδρομή για το πανεπιστήμιο ή το καθαριστήριο ή το σπίτι.
Τις προάλλες μπήκε στον συρμό ένα παιδί που κρατούσε ένα μπαλόνι και κατευθείαν σκέφτηκε μια ιστορία τρόμου. Θα έβαζε κι έναν κλόουν μέσα, ποτέ δε γέλασε μαζί τους.
Κάθισε και την έγραψε τσακ μπαμ μέσα σε έξι στάσεις.
Θα μπορούσε να γίνει μεγάλη επιτυχία, αν της δίνανε μια ευκαιρία… Και στο σινεμά θα μπορούσε να γυριστεί, την «έβλεπε» ήδη στο μυαλό του.
Άφησε το σίδερο και πήγε προς το μπακ πακ του. Έβγαλε από μέσα ένα Τζόνι. Το άνοιξε και ήπιε δυο γερές γουλιές κατευθείαν από το μπουκάλι. Μετά άλλες δύο. Δύο ακόμα. Χωρίς να το καταλάβει, μέχρι που το άδειασε.
Κάθε φορά έλεγε ότι θα το κόψει και κάθε φορά έπινε όλο και περισσότερο. Και δεν είχε περιοριστεί μόνο στο αλκοόλ, αλλά αυτή ήταν μια άλλη κουβέντα που έπρεπε να κάνει με τον εαυτό του.
Έπρεπε να ‘καθαρίσει’ και το ότι το έλεγε αυτό μέσα σε ένα καθαριστήριο το έκανε λίγο αστείο.
«Στίβεν» Η φωνή της Τάμπιθα, της κόλετζ σουίτχαρτ του, όπως ήταν η Σάντυ για τον Τζον Τραβόλτα στην ταινία Γκριζ, τον έκανε να πεταχτεί πάνω.
Η γυναίκα του μπήκε με φόρα μέσα στο καθαριστήριο.
Κρατούσε στα χέρια της χειρόγραφα που πάνω τους υπήρχαν λεκέδες.
Ήξερε ποιο ήταν… Το «Carrie», έτσι το είχε ονομάσει, που είχε πετάξει νευριασμένος και μεθυσμένος στα σκουπίδια την προηγούμενη νύχτα.
Αφού δε θα έπαιρνε το πολυπόθητο «ναι» από τους εκδότες, τι το παίδευε;
«Στίβεν;» του ξαναφώναξε η γυναίκα του. «Στίβεν Κινγκ… Δε θα ξαναπετάξεις τίποτα. Να σέβεσαι τον χρόνο που αφιέρωσες. Δεν τα έχεις καταφέρει ακόμα. Και στο «ακόμα» είναι όλη η ουσία. Ολοκλήρωσε την ιστορία». Σχεδόν τον διέταξε.
«Και θα φροντίσω προσωπικά να ξεμπερδεύεις με το ποτό», συμπλήρωσε στον ίδιο τόνο βλέποντας το μπουκάλι δίπλα στην στοίβα με τα σιδερωμένα.
Δεν αστειευόταν. Του έκανε ιντερβένσιον, όπως στο How I met your mother, μπροστά σε όλους τους συγγενείς και φίλους τους και ευτυχώς έπιασε γιατί τα έκοψε όλα μαχαίρι.
Κάτι καλό πρέπει να είχε κάνει στην προηγούμενη ζωή του, για να έχει την Τάμπιθα στην τωρινή.
Η γυναίκα αυτή ήταν ό,τι καλύτερο και πολυτιμότερο του είχε συμβεί. Η αγάπη τους τον έσωσε. Δεν το έγραφε με τη ρομαντική έννοια, αλλά την κυριολεκτική.
Τον έσωσε βοηθώντας τον να ξεπεράσει δαίμονες, κλόουν, το δυσλειτουργικό οικογενειακό περιβάλλον στο οποίο είχε μεγαλώσει αλλά και… ουσίες με οινοπνεύματα και όχι μόνο.
Και τον βοήθησε να πετύχει στο όνειρό του το συγγραφικό.
Διότι, αν η «Carrie» έμενε στα σκουπίδια, μπορεί εκείνος ακόμα να δίδασκε και να σιδέρωνε ρούχα αγνώστων.
Όμως, δεν έμεινε, την ολοκλήρωσε και την έστειλε στους Εκδότες που του είπαν το πολυπόθητο «ναι»!
Εκδόθηκε το 1973, έγινε μεγάλη επιτυχία κι η αρχή της πολύ πετυχημένης καριέρας του!
«Είχα δίκιο», του είπε η Τάμπιθα, όταν έπεσαν οι υπογραφές στο εκδοτικό συμβόλαιο.
«Είχες δίκιο» παραδέχτηκε αγκαλιάζοντάς την σφιχτά.
«I’m your number one fan» τον φίλησε εκείνη και η ιδέα του Μίζερι μόλις άρχισε να σχηματίζεται στο μυαλό του.
Από κει και πέρα, δε χρειάστηκε να ξανασιδερώσει ούτε των άλλων, ούτε τα δικά του ρούχα.
Έκανε το τρελό σκορ των εξήντα και βάλε μυθιστορημάτων και διακοσίων τουλάχιστον διηγημάτων, πολλά εκ των οποίων είναι γνωστά σε όλη την υφήλιο, ακόμα και σε αυτούς που δεν διαβάζουν, διότι τα είδαν στο σινεμά!
Μίζερι, Το Πράσινο Μίλι (έχω ρίξει ποταμούς δακρύων με την ταινία), Το Παιχνίδι του Τζέραλντ, Ο Μαύρος Πύργος, Το Αυτό, η λάμψη» όλα μεταφέρθηκαν στην μεγάλη οθόνη με μεγάλη επιτυχία, αν και για την τελευταία, δεν του άρεσε καθόλου η δουλειά του Στάνλεϊ Κούμπρικ.
Παρεμπιπτόντως, δεν καταλαβαίνω γιατί- εμένα μου άρεσε και δεν έχω ακούσει άλλον να έχει ένσταση.
Το 1996, τη χρονιά που η Νουαζέτα έδινε πανελλαδικές, η Τάμπιθα όρμησε χοροπηδώντας στο δωμάτιο του.
«Στίβεν, Στίβεν, ο Μάικλ Τζάκσον στο τηλέφωνο!» τσίριξε, χωρίς να μπορεί να συγκρατήσει τον ενθουσιασμό της!
«Λες να θέλει να παίξω στην μπάντα του;» αναρωτήθηκε γιατί έπαιζε κι εκείνος κιθάρα σε ένα συγκρότημα.
Αλλά όχι, δεν τον ήθελε γι αυτό.
Λονγκ στόρι σορτ, ο «Βασιλιάς του Τρόμου» με τον «Βασιλιά της Ποπ» έφτιαξαν μια ταινία μικρού μήκους με τίτλο «Ghosts», η οποία όχι ότι πήγε καλά, μη φανταστείτε, μόνο κάποια πολλά εκατομμύρια προβολές έκανε στο Γιου τιουμπ!
Όλα πήγαιναν καλά, όλα ήταν ανθηρά, σε επιτυχία, φήμη, χρήματα, κουλουπού, μέχρι που τον πάτησε ένας μεθυσμένος με το φορτηγάκι του.
Η Τάμπιθα παραλίγο να τον χάσει. Τη γλίτωσε με τριπλά κατάγματα σε όλο του το σώμα, πολλά χειρουργεία και άπειρο πόνο.
Ανάρρωσε όμως και με αυτή του την εμπειρία εμπνεύστηκε την «Ονειροπαγίδα».
Παρόλο που θα μπορούσε να είναι εκείνος ο οδηγός, λίγα χρόνια πριν, δε συγχώρεσε, αγόρασε το φορτηγάκι, το διέλυσε και το απέσυρε.
Και υπάρχει και το εξής σπούκι θινγκ που θα μπορούσε να ‘ναι κάποιο από τα βιβλία του αλλά συνέβη στην πραγματικότητα.
Ο οδηγός εκείνου του φορτηγού, πέθανε ένα χρόνο αργότερα, την ημέρα που ο Στίβεν είχε γενέθλια…
Αν αυτό το σενάριο της ζωής δεν ανταγωνίζεται της τέχνης, τότε ποιο;
Σχετικά με τη ζωή που αντιγράφει την τέχνη και τούμπαλιν, διέκοψε την κυκλοφορία του βιβλίου του «Rage», επειδή η υπόθεση αφορά σε έναν μαθητή που κρατά το σχολείο του όμηρο υπό την απειλή όπλου, γιατί αυτό συνέβη στ’ αλήθεια κι αν δεν κάνω λάθος, περισσότερες από μία φορά.
Δεν ευθυνόταν προφανώς το βιβλίο του, αλλά ίσως να ήταν αρνητικό ινφλουένσινγκ σε άτομα που έχουν θέματα και θα μπορούσαν ίσως να επηρεαστούν.
Τα κατάφερε πάντως, έγινε διάσημος, πετυχημένος και αγαπητός μέχρι που πρόσφατα, ένα σχόλιό του στα σόσιαλ μίντια, για τον Τσάρλι Κερκ, κόντεψε να τον κάνει κάνσελ. Και γι’ αυτό το έσβησε.
Η δύναμη των ΣοΜι είναι κάτι που θα έπρεπε να γράψει σε κάποιο επόμενο δυστοπικό βιβλίο του!
Ιδέες δίνω!
Άλλωστε, κάθε πρωί, βρέξει χιονίσει, σηκώνεται και γράφει δύο χιλιάδες λέξεις, που μεταξύ μας τόσες σχεδόν είναι κάθε ανάρτησή μου!
Συνεχίζει να εκδίδεται με αμείωτο ρυθμό και φέτος, στα 78 του, κυκλοφόρησε το Never Flinch ! Δεν έχει μεταφραστεί ακόμα στα ελληνικά- σας προλαβαίνω!
Έτσι που λέτε παιδιά… από τις βραδινές βάρδιες στο καθαριστήριο, στις μόνιμες λίστες των μπεστ σέλλερς!
Αρκεί να βρεθεί ένας άνθρωπος να πιστεύει σε εμάς όταν εμείς δεν μπορούμε να το κάνουμε για τον εαυτό μας.
ΥΓ: Διαβάζουμε τις πληροφορίες στη σελίδα που βρισκόμαστε-τα σκηνικά & διάλογοι είναι μυθοπλασία, οι πληροφορίες που μεταφέρονται όμως είναι γεγονότα!
About Author
