Να σου πω μια ιστορία;

Over the Hills and Far Away

Μοιραστείτε το :

Περπατούσε στην κρύα νύχτα, με το χαμόγελο στα χείλη.

Από το πρωί, ο παγωμένος βοριάς, είχε κάνει την εμφάνιση του. Η θερμοκρασία είχε πέσει κατακόρυφα, το χιόνι σκέπαζε τους δρόμους και τις αυλές των σπιτιών.

Εκείνος όμως δεν καταλάβαινε κρύο και παγωνιά. Αν δεν ήταν το χνώτο του στον παγωμένο αέρα μπροστά από το πρόσωπό του, οι κρύσταλλοι πάγου στο δρόμο και το γεγονός ότι δεν κυκλοφορούσε ψυχή έξω, δε θα το χε πάρει χαμπάρι.

Εκείνος, ζούσε καλοκαίρι. Γιατί, λίγο πριν, ήταν μαζί της. Γιατί, ήταν δική του. Και εκείνος ήταν δικός της.

Κι ας μην έπρεπε. Δεν έπρεπε αλλά μήπως έπρεπε να την παντρέψουν χωρίς να τη ρωτήσουν; Χωρίς τη θέλησή της;

Με κλάματα είχε φορέσει το νυφικό για τον γάμο της, την αγοραπωλησία, πες καλύτερα. Γιατί, αυτό έκαναν οι γονείς της, την πούλησαν.

Και όταν εκείνος την είδε και τον είδε κι εκείνη, όταν τα μάτια τους ανταμώσανε, αστραπές και καταιγίδες ξεχύθηκαν εμπρός τους, λες και ο Ukko ο θεός του πολέμου χτυπούσε με το σφυρί του και εκτόξευε τα βέλη του.

Είχε ευχηθεί στα αστέρια, να μπορούσαν να φεύγανε μακριά. “Νάιτγουίς”, του είχε πει με θλιμμένα μάτια.

Και εκείνος της είχε υποσχεθεί ότι θα φεύγανε, θα πήγαιναν κάπου που δε θα τους ήξερε κανείς.

Ο ψαράς που τους βοηθούσε με τα σημειώματα, θα τους βοηθούσε και με αυτό. Θα τον πλήρωνε καλά να τους μεταφέρει με τη βάρκα του κάπου που δε θα τους έβρισκαν.

Στο σημείωμα που θα του έδινε αύριο να της παραδώσει, εκείνη θα διάβαζε τις οδηγίες.

Απλώς, απόψε έπρεπε να αποφασίσει προς τα πού θα ήταν πιο ασφαλές να φύγουν, πού θα μπορούσαν να κρυφτούν.

Ανατολικά συνόρευαν με τη Ρωσία και δυτικά με τη Σουηδία.

Δύση. Πήρε την απόφαση. Η μετάβαση της χώρας του από Μεγάλο Δουκάτο της Ρωσικής Αυτοκρατορίας σε ανεξάρτητο κράτος, ήταν πρόσφατη και τα γεγονότα νωπά.

Ακούστηκε ένας γδούπος. Το γκλοπ που προσγειώθηκε με ορμή στην πλάτη του, τον έκανε να γονατίσει στο χιόνι.

«Συλλαμβάνεσαι. Τα χέρια στο κεφάλι να τα βλέπω» Άκουσε την τραχιά φωνή κάποιου.

«Μα, τι συμβαίνει;» ρώτησε αλλά η απάντηση που πήρε ήταν εκείνη του γκλοπ που προσγειώθηκε στο κεφάλι του. Είδε σταγόνες αίμα να χρωματίζουν κόκκινο το χιόνι.

Λίγες ώρες πριν ήταν ευτυχισμένος στην αγκαλιά της, τώρα, λίγες μόνο ώρες μετά, βρισκόταν με χειροπέδες και χτυπημένος στο κρατητήριο.

«Είμαι αθώος, δεν έχω κάνει τίποτα» είπε σε αυτόν που έμοιαζε επικεφαλής.

«Πού ήσουν απόψε το βράδυ;» ξεκίνησε την ανάκριση εκείνος.

Πού ήταν… στον παράδεισο ήταν.

«Θα σου πω εγώ πού ήσουν. Στο σπίτι του Γκάντολιν. Τον λήστεψες και τον σκότωσες. Με το φτυάρι που παραμέριζε το χιόνι στην αυλή», τον κατηγόρησε.

«Όχι. Δεν ήμουν εκεί, δεν το έκανα εγώ» φώναξε την αθωότητά του.

«Ποιανού είναι αυτό;» Τον ρώτησε κραδαίνοντας το κασκόλ του.

Του είχε γλιστρήσει. Όταν έτρεχε κοντά της. Δεν είχε δώσει σημασία, δε θα καθυστερούσε δευτερόλεπτο να βρεθεί στην αγκαλιά της.

Γιατί ο άντρας της, ο καλύτερός του φίλος, ο δερματέμπορας Κινούνεν, επέστρεφε σήμερα το ξημέρωμα.

Το κασκόλ, που δεν έσκυψε να μαζέψει βρέθηκε στο λάθος σημείο τη λάθος ώρα. Στο σπίτι του γείτονα της αγαπημένης του.

«Έχεις άλλοθι; Από πού γύριζες, με ποιον ήσουν, με ποια ήσουν;» συνέχισε άγρια την ανάκριση ο αστυνομικός.

«Με κανέναν, μόνος μου ήμουν, μια βόλτα πήγα»

«Με τέτοιο καιρό; Με περνάς για κορόιδο;» του ούρλιαξε και βγήκε από το δωμάτιο.

Δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει το άλλοθί του.

Εκείνη ήταν η ζωή του. Στην καλύτερη θα την χτυπούσαν αλύπητα, στη χειρότερη θα τη σκότωναν.

Έτσι έλεγαν οι Νόμοι. Προτιμούσε να πάει φυλακή, δεν υπήρχε δίλλημα.

Η φυλακή, ήταν πέρα από τους λόφους και τις λίμνες… και βρισκόταν στη «Χώρα των χιλίων λιμνών».

Θα βρισκόταν πολύ μακριά της. Γνώριζε και ποια ήταν η ποινή για ληστεία μετά φόνου. Δέκα χρόνια.

Όμως δε θα αποκάλυπτε ποτέ το μυστικό τους. Το πού ήταν αυτό το μοιραίο βράδυ.

Η καρδιά του χτυπούσε σαν ταμπούρλο.

Γιατί, με τη γυναίκα του καλύτερου φίλου του

πέρασε την τελευταία του νύχτα της ελευθερίας.

Θα άντεχε.

Θα άντεχε, για το χατίρι της.

Και όταν θα επέστρεφε, γιατί θα επέστρεφε, θα την έπαιρνε και θα φεύγανε. Θα φεύγανε μακριά. Όπως το είχαν κανονίσει.

Πάνω του είχε χαρτί και μολύβι. Έγραψε το σημείωμα, που όμως δεν ήταν αυτό που υπολόγιζε ότι θα της γράψει.

Και το ξημέρωμα που τον οδήγησαν στην αποβάθρα, λίγο πριν επιβιβαστεί στο καΐκι που θα τον οδηγούσε στη φυλακή του, είδε παραπέρα τον ψαρά με τη βάρκα του. Σε αυτόν έδιναν τα σημειώματά τους και κανόνιζαν τις συναντήσεις τους.

Τον κοιτούσε με λυπημένα μάτια και όταν πήγε να τον αποχαιρετίσει, στο χέρι του γλίστρησε το μικρό σημείωμα. Ήξερε τι έπρεπε να κάνει.

Και της το έδωσε και εκείνη το πήρε με λαχτάρα αλλά δεν ήταν αυτό που περίμενε να διαβάσει.

«Πέρα στους λόφους, μακριά,

για δέκα χρόνια θα μετράω τις μέρες.

Κοστίζει ακριβά αλλά άξιζε το κάθε λεπτό που πέρασα κοντά σου».

Στην αρχή, δεν κατάλαβε, όμως τα νέα τρέχουν γρήγορα.Έφτασαν και σε εκείνη, που έκλαψε ποταμούς δακρύων για το κρίμα και άδικο.

Μες τη μέρα, έδωσε τη δική της απάντηση στον ψαρά, να του τη στείλει. Τρεις λέξεις ήταν αρκετές: «Θα σε περιμένω».

Και εκείνος κάθε βράδυ μέσα στο κελί της φυλακής του, κοιτάζει έξω από τα κάγκελα, τους λόφους και τις θάλασσες που είναι ανάμεσά τους και υπόσχεται, ορκίζεται, ότι θα τα διασχίσει και πίσω στην αγκαλιά της θα βρεθεί.

*Εμπνευσμένο από το τραγούδι των Φινλανδών Nightwish,”Over the Hills and Far Away”

About Author

Μοιραστείτε το :