
Η μεταμόρφωση του Κάφκα
Τι θα γινόταν αν το πρωί ξυπνούσα σαν κατσαρίδα ή, έστω, σκαθάρι;
Το χέρι του Φραντς έμεινε μετέωρο στη σκέψη αυτή.
Έγραφε, όπως πάντα, στο τάμπλετ του πριν τον βραδινό ύπνο. Μόνο τις νύχτες μπορούσε να γράψει.
Τα πρωινά πήγαινε στο γραφείο. Όπως επιθυμούσε ο πατέρας του.
Σπούδασε Νομική, όπως ήθελε ο πατέρας του. Γενικότερα, έκανε ό,τι ήθελε ο πατέρας του.
Τις νύχτες όμως… έγραφε ακατάπαυστα….
Ο πατέρας του ροχάλιζε ήδη στο κρεβάτι του και ποσώς τον απασχολούσε τι κάνει ο γιος του στο δικό του.
«Συγγραφέας, δεν είναι κανονική δουλειά, είναι χόμπι. Εκτός αν είσαι η Μαντά. Είσαι;»
Δεν ήταν. Ήταν ασφαλιστής.
Και έτσι είχε τον πατέρα του ικανοποιημένο.
Τι θα έλεγε όμως, αν το επόμενο πρωί σηκωνόταν ως μαμούνι;
Η μητέρα του; Η αδερφή του;
Θα καταλάβαιναν ότι είμαι εγώ;
Θα ανησυχούσαν άραγε; Θα με σιχαίνονταν; Θα με απέρριπταν ή θα με αγαπούσαν όπως και αν είμαι;
Ωχ, ο ήλιος μπαίνει από το παράθυρο, δεν τράβηξα την κουρτίνα χθες. Μισό λεπτό; Ξημέρωσε κιόλας; Μα πόσο γρήγορα περνάει η ώρα, ο χρόνος τρέχει. Πιο αληθινό κλισέ από αυτό, δεν υπάρχει.
Και τι έγινε, με πήρε ο ύπνος γράφοντας;
Νιώθω το σώμα μου να σκληραίνει, αλλά όχι στα σωστά σημεία. Τι μου συμβαίνει; Μη μου πεις… Μεταμορφώθηκα. Α, ρε Μέρφυ…εδώ, γύρω τριγύριζες, ε;
Μα, κατσαρίδα; Δεν μπορούσε να με τσιμπήσει αράχνη να γίνω σούπερ ήρωας;
Τι θα κάνω; Θεέ μου, έχω καθυστερήσει πολύ. Πώς δεν άκουσα το ξυπνητήρι…θα πάτησα το σνουζ. Πω ρε φίλε, δε θα χωράω πάλι στον ΗΣΑΠ, από τις 8.30 και μετά, στα Άνω Πατήσια δε χωράει άνθρωπος μέσα. Βέβαια, εγώ τώρα δεν είμαι άνθρωπος.
Είμαι γελοίος…εδώ έχω μεταμορφωθεί σε κατσαρίδα και σκέφτομαι ότι θα αργήσω στη δουλειά.
Βαράω κρίση άγχους ακόμα και σαν μαμούνι. Άκου τι είπε ο ψυχολόγος μου , σε κάθε ζωή, θα χρειαζόμουν συνεδρίες, όπως και αν επέστρεφα.
«Φραντς;» ακούστηκε η φωνή της μητέρας πίσω από την πόρτα.
«Αμάν, η μαμά μου…
Αναρωτιέται γιατί είμαι ακόμα στο δωμάτιο. Να της μιλήσω να την καθησυχάσω… Αλλά, τι να της πω και πώς θα βγω έξω;
Αν αργήσω περισσότερο θα έχω πρόβλημα με το γραφείο. Ποιος θα κάνει αυτά που κάνω;
Νάτο πάλι ψυχολόγε μου. Αντί να ασχοληθώ με αυτό που μου συμβαίνει, ανησυχώ για τους άλλους και τι θα γίνει στη δουλειά.
Γ αμwτι δεν μπορώ να σηκωθώ. Τόσα πόδια και όλα άχρηστα.
Δε θα μπορώ να τους κρύβομαι για πολύ, θα με δούνε, θα το καταλάβουν, ότι άλλαξα.
Για πόσο καιρό μπορεί να κρυφτεί κανείς; Θα αναγκαστώ να τους δείξω ποιος έγινα.
Καλά το περίμενα, δε θέλουν να με βλέπουν στα μάτια τους. Καμία κατανόηση, συμπόνια, ενσυναίσθηση.
Ο πατέρας, δε φτάνει η ψυχολογική βία που με κέρασε με τη σέσουλα τώρα ετοιμάζεται να μου κάνει επίθεση με μήλα.
Άουτ, αυτό πόνεσε. Ευτυχώς που δεν είχε φραγκόσυκα η φρουτιέρα δίπλα του.
Η μητέρα μου δε μιλάει… Το παίζει Ελβετία, δεν παρεμβαίνει. Ούτε για την Πα λαiστivh πήρε θέση.
Η αδελφή μου, άλλαξε και αυτή συμπεριφορά απέναντί μου.
Και σου λένε το αίμα νερό δε γίνεται. Γιατί μου φέρεται έτσι, λες και έχουμε να χωρίσουμε τα κληρονομικά μας;
Θα π3θάvω και θα κλαίει, είναι 1924 και έχω φυματίωση.
Να το βράσω, αν το μετανιώσει μετά. Μπορεί βέβαια, και να συνεχίσει κανονικά τη ζωή της. Ειναι και σε ηλικία γάμου.
Αλί σε αυτούς που φεύγουν.
Λοιπόν, ωραία ιστορία θα γινόταν αυτή. Θα τη γράψω και θα της βάλω τίτλο “Μεταμόρφωση”.
Θα τη δώσω στον κολλητό μου, τον Μαξ Μπροντ να τη διαβάσει και να την πετάξει, όπως και τα άλλα μου, τον «Πύργο», τη «Δίκη» την «Αμερική», όταν φύγω για το μακρινό ταξίδι.
Θα με ακούσει άραγε; Ή θα τα εκδώσει; Θεωρεί ότι είμαι ένας από τους πιο σημαντικούς λογοτέχνες του 20ου αιώνα!
Από την άλλη, φίλος μου, είναι τι θα έλεγε;
Μήπως να τα έδινα στην Φελίτσε Μπάουερ; Η πολύχρονη αλληλογραφία μου μαζί της με έκανε να συνειδητοποιήσω ότι θα γίνω συγγραφέας και ας δούλευα ως ασφαλιστής το πρωί.
Φελίτσε μου, Φελίτσε μου όμορφη…Δυο φορές σε αρραβωνιάστηκα, αλλά δεν μπόρεσα να σε παντρευτώ.
Εύχομαι να με κατάλαβες, να με ένιωσες, ότι έπρεπε να μείνω μόνος, όσο περισσότερο μπορώ.
Ό,τι έχω πετύχει ως τώρα, ήταν αποτέλεσμα της μοναξιάς. Άσε που μόνος, θα μπορούσα, ίσως, κάποια μέρα να παρατήσω τη δουλειά μου. Να κυνηγήσω το όνειρο.
«Δεν μπορείς να ζήσεις οικογένεια με τη συγγραφή», έλεγε ο πατέρας μου, τσακίζοντας την ελπίδα μου.
Αχ, αγαπημένη μου λογοτεχνία…Πάντα ήσουν το καταφύγιό μου….
Τόσα πολλά βιβλία, εκδόσεις, συνεκδόσεις, αυτοεκδόσεις και τόσος λίγος χρόνος.
Κάπου, ανάμεσα σε όλα αυτά τα βιβλια, υπάρχουν διαμάντια.
Όπως λέει το διάσημο κουότ μου που άρεσε και στη βάιραλ Ανν Σέξτον, «Tα βιβλία που έχουμε ανάγκη είναι εκείνα που πέφτουν σαν το τσεκούρι στην παγωμένη θάλασσα της ψυχής μας».
Άραγε τα δικά μου θα έκαναν τον κόσμο να το νιώσει αυτό;
ΥΓ: Σαν σήμερα το 1883 γεννήθηκε ο Φραντς Κάφκα τον οποίο σκέφτομαι κάθε φορά που βλέπω κατσαρίδα – ευτυχώς όχι συχνά – Μέρφυ, μην ακούς εσύ!
About Author

