Το μυρμήγκι και το μπισκότο (Μέρος Α)
Μια φορά κι έναν καιρό, ένα μυρμηγκάκι από σπίτι, πήρε μια παράτολμη απόφαση. Θα έβγαινε εκτός της οικίας του, να αλλάξει λίγο παραστάσεις. Τα δικά του μυρμήγκια προσπάθησαν να το συνετίσουν. Tου είπαν “εδώ που είσαι δε θα βρεις καλύτερα, έξω μπορεί να σε πατήσει κανά παπούτσι, ο καιρός κρύωσε, έχουμε όση τροφή θέλουμε”, χίλια δυο επιχειρήματα αλλά εκείνο είχε πάρει την απόφαση του.
Θα πήγαινε μια μικρή βόλτα και θα επέστρεφε. Άλλωστε τα μυρμήγκια είναι συλλέκτες τροφής κι από τη φύση τους την ψάχνουν. Όχι ότι πείραζε που την έβρισκε έτοιμη, ίσα ίσα που αυτό το έκανε προνομιούχο σε σύγκριση με τα «αδέσποτα» μυρμήγκια εκεί έξω, αλλά να βγει να πάρει λίγο αέρα, ρε αδερφέ.
Βγήκε από την μπαλκονόπορτα, προχωρώντας αργά και προσεχτικά, μην πέσει σε καμιά κακοτοπιά, μη χωθεί σε καμιά λακκούβα. Φοβόταν κι εκείνο, όσο κι αν ήθελε να δείχνει θαρραλέο στα υπόλοιπα μυρμήγκια που δεν άφηναν τη φωλιά τους για κανένα λόγο. Το πολύ πολύ να έκαναν μια βόλτα πάνω στον πάγκο της κουζίνας και αυτό ήταν όλο, μετά χωνόντουσαν στην τρύπα του τοίχου που είχαν φτιάξει το δικό τους σπιτικό.
Το πρωινό ήταν αρκετά ψυχρό και το φθινοπωρινό αεράκι έδινε και έπαιρνε αλλά το μυρμήγκι, δεν έκανε πίσω, ήταν σταθερό στην πορεία του. Θα πήγαινε μέχρι το τέλος του δρόμου και θα επέστρεφε, δε θα ξενιτευόταν κιόλας. Χάζευε τα φυλλαράκια που είχαν πέσει από τα δέντρα, χαιρέτησε κάνα δυο μυρμήγκια που συνάντησε στη διαδρομή κι ετοιμάστηκε να πάρει το δρόμο της επιστροφής.
Εκείνη τη στιγμή το αεράκι κούνησε λίγο τις κεραίες του, τις έγειρε προς τα δεξιά κι εκείνες πιάσανε κάτι ασυνήθιστο. Σήκωσε για λίγο τα μάτια του από το έδαφος και κοίταξε ψηλά, προς εκείνη την κατεύθυνση.
Τι ήταν αυτό που έπιαναν οι ευαίσθητες κεραίες του; Κάτι ενδιαφέρον σίγουρα, οι κεραίες ξέρουν, ποτέ δε λαθεύουν, ωστόσο θα πρεπε να βγει από τη διαδρομή, που είχε υπολογίσει. Σκέφτηκε λίγο. Από τη μία, ήθελε να πάει στο αντικείμενο που οι κεραίες του έδιναν σήμα ότι ήταν ενδιαφέρον, από την άλλη, δεν το έβλεπε, μπορεί να ήταν κάτι επικίνδυνο.
Αν λοξοδρομούσε και πήγαινε ως εκεί, θα πείραζε άραγε; Πολλά μπορούσαν να συμβούν ή και τίποτα. Better safe than sorry, αποφάσισε τελικά το μυρμήγκι που άκουγε προσεχτικά τους ανθρώπους του σπιτιού όταν μιλούσαν και πετούσαν και κανα αγγλικό.
Γύρισε πίσω λοιπόν στους δικούς του που το περίμεναν με αγωνία. «Ορίστε που με φάγατε με τα «μη» και τα «μη», όλα καλά, κανένα απρόοπτο», τους είπε ανέμελα. Στο κεφάλι του όμως είχε καρφωθεί εκείνο το άγνωστο αντικείμενο που δίστασε να δει από κοντά.
Το επόμενο πρωί αποφάσισε να κάνει άλλη μια βόλτα. Άλλωστε, έπαθε κάτι την προηγούμενη φορά; Σώο και αβλαβές είχε γυρίσει πίσω. Στο ίδιο σημείο της διαδρομής, οι κεραίες γείρανε πάλι προς τα δεξιά. Και ξαφνικά, εκεί που ούτε τα πίσω πόδια του δεν το περίμεναν, τα μπροστά άρχισαν να κινούνται προς το μέρος που έδειχναν οι κεραίες.
«Ε, για να μου φύγει από το μυαλό και να σταματήσω να αναρωτιέμαι ας πάει και το παλιάμπελο. Θα πάω να δω τι στο καλό είναι εκείνο το πράγμα», μίλησε νοερά στον εαυτό του.
Το μικροσκοπικό υμενόπτερο έντομο προχώρησε αργά και προσεχτικά προς το άγνωστο αντικείμενο. Όταν έφτασε πολύ κοντά του αναφώνησε με χαρά «καλέ, είναι ένα μπισκότο!» Τι τύχη! Ένα ολόκληρο, στρογγυλό, ωραιότατο μπισκότο! Θέλησε να το γευτεί να δει αν είναι όσο νόστιμο φαινόταν, αλλά διαπίστωσε ότι ήταν πολύ σκληρό.
Ω, λες να είναι μπαγιάτικο; Σκέφτηκε για μια στιγμή απογοητευμένο, γιατί ήταν και ελαφρώς καλομαθημένο. Η οικογένεια στην οποία άνηκε το σπίτι και κατ’ επέκταση κι η φωλιά του, ψώνιζε και του πουλιού το γάλα.
Ξαναπροσπάθησε, αλλά τίποτα, το μπισκότο ήταν μπετόν αρμέ. Ένα μικρό ψιχουλάκι που κατάφερε να αποσπάσει απέδειξε ότι ήταν πεντανόστιμο. Καλέ, φρέσκο είναι, αλλά προφανώς λόγω συνθηκών, ο φθινοπωρινός καιρός, το πάγωσε.
Έπεσε πάνω του προσπαθώντας να το απολαύσει, αλλά δεν κατάφερε πολλά. Δεν είναι για τα δόντια μου, σκέφτηκε.
Παρόλ’ αυτά, δεν το έβαλε κάτω. Ολόκληρη μπισκοτάρα, δεν την προσπερνάς έτσι απλά, επειδή είναι σκληρή. Έβαλε όλη του δύναμη, δοκίμασε με τεχνική, το γύρισε γύρω γύρω, προσπάθησε από όλες τις πλευρές.
Τελικά όταν άρχισε να το γλείφει, σιγά σιγά μαλάκωσε εκείνη η πλευρά και κατάφερε να αποσπάσει μια αρκετά μεγάλη μπουκίτσα, σε μυρμηγκένια πάντα δεδομένα. Χώθηκε μέσα στην τρυπίτσα που δημιουργήθηκε και τότε, ω, τι έκπληξη, βρέθηκε μπροστά σε μια αφράτη κρέμα.
Το μπισκότο είχε βάθος και περιεχόμενο που με τίποτα δεν μπορούσε να φανταστεί το μικρό μυρμήγκι. Ούτε στα πιο τρελά του όνειρα δε συνέβαινε αυτό. Το σκληρό απέξω μπισκότο, μέσα ήταν μαλακό κι ακόμα πιο νόστιμο από αυτό που φαινόταν.
Χώθηκε για τα καλά το μυρμήγκι. Στην αρχή διστακτικά, σου λέει κάτσε μη δεν μπορώ μετά να βγω, αλλά στη συνέχεια παρασύρθηκε από τη νοστιμάδα, χαλάρωσε, ξεθάρρεψε και ξέχασε και φόβους και ανασφάλειες.
Άρχισε να κολυμπάει στην κρέμα, να τη δοκιμάζει, να τη γεύεται, να ξαπλώνει ανάσκελα, μπρούμυτα, να παίζει, ένιωσε ότι βρισκόταν στην ολοδική του παιδική χαρά. Ήταν πραγματικά ευτυχισμένο. Μέχρι που απόκαμε πια και ο ύπνος το επισκέφθηκε χωρίς να το πολυκαταλάβει.
Όταν ξύπνησε, ήταν πλέον πολύ αργά. Είχε κολλήσει για τα καλά στη κρέμα. Έκανε μια δυο προσπάθειες για να ξεκολλήσει, αλλά ήταν άνιση η μάχη, οπότε και παραδόθηκε. Είχε γίνει πια ένα με το μπισκότο.
Τώρα, ανάλογα πώς βλέπει κάποιος το ποτήρι, μισογεμάτο ή μισοάδειο, αυτή η εξέλιξη μπορεί να είναι και καλή, μπορεί και να είναι κακή. Σε κάθε περίπτωση, μυρμήγκι και μπισκότο, σημειώσατε Χ.