
Τιμημένα 80’s & 90’s στον Άη Στράτη
Μια φορά κι ένα νησί στο Βόρειο Αιγαίο, το καράβι σταματούσε μεσοπέλαγα. Δεν έδενε στο λιμάνι, διότι αυτό δεν υπήρχε. Μόνο ένα μικρούλι και εκεί τα νερά ήταν ρηχά για το πλοίο.
Μια πορτούλα άνοιγε στα χαμηλά του πλοίου κι ερχόντουσαν καΐκια να μας παραλάβουν, έναν-έναν.
Καμιά φορά όλο και κάποια βαλίτσα έκανε βουτιά στη θάλασσα, μα δεν χανότανε! Την ψάρευαν και την έβγαζαν στη στεριά!
Είχε κάτι το περιπετειώδες, σχεδόν κινηματογραφικό όλο αυτό, μια μαγεία, σαν να μπαίναμε σε άλλη πραγματικότητα!
Αυτοκίνητα -προφανώς- δεν υπήρχαν. Ό,τι είχε ρόδες ήταν κάρο, και αυτά κάνανε τη δουλειά τους αγόγγυστα.
Ούτε φούρνος, ούτε σούπερ μάρκετ. Μόνο ένα μικρό παντοπωλείο. Ό,τι χρειαζόμασταν, ερχόταν με το πλοίο από τη Λήμνο ή την Αθήνα. Αν είχε μποφόρ και άγρια μελτέμια, οι γιαγιάδες ζύμωναν ψωμί και περνούσαμε με ό,τι είχαμε-τα πάντα, τίποτα δε μας έλειπε!
Το νερό δεν έτρεχε όλη μέρα. Μαζεύαμε μπουκάλια και κουβάδες, για κάθε χρήση, κάποιους τους αφήναμε στον ήλιο, κι εκείνοι γίνονταν αυτοσχέδιοι θερμοσίφωνες.
Με αυτό το νερό ξεπλενόμασταν από τη θάλασσα, στην οποία, ύστερα από ώρες κολύμπι, νιώθαμε πως αρχίζαμε να βγάζουμε λέπια.
Μετρούσαμε μπάνια, εννοείται μετρούσε διπλό αν κάναμε πρωί και απόγευμα, και παγωτά!
Όλη μέρα ήμασταν έξω, τρέχαμε ξυπόλητοι ή με σαγιονάρες, σκαρφαλώναμε σε δέντρα, μαζεύαμε αμύγδαλα και σύκα, κάναμε εξερευνήσεις, πηγαίναμε νύχτα στο νεκροταφείο του βουνού, λέγαμε ιστορίες για φαντάσματα…
Η ενδυμασία μας μαγιό και σορτσάκι, όμως στις βαλίτσες υπήρχε πάντα και οπωσδήποτε το καλό ρούχο της εκκλησίας.
Για τον 15Αύγουστο ή για κάποια ξεχωριστή περίσταση, όπως είναι τα βαφτίσια!
Αυτά στο νησί ήταν πολύ σπέσιαλ! Μετά το μυστήριο, ο νονός έβγαινε έξω από την εκκλησία φώναζε «1, 2, 3 χις!» και έριχνε κέρματα από ένα σακούλι.
Τρεις φορές επαναλάμβανε τη διαδικασία κι επειδή μιλάμε για δραχμές και όχι ευρώ, τα πιτσιρίκια που ορμούσαμε να τα μαζέψουμε, βγάζαμε τα παγωτά της εβδομάδας.
Αλλά και χρήματα να μην είχαμε πάνω μας όταν πηγαίναμε να ψωνίσουμε από το μοναδικό παντοπωλείο του νησιού, γραφόντουσαν στο τεφτέρι και μετά περνούσε ο παππούς ή η γιαγιά και τα πλήρωναν!
Αργότερα, σαν έφηβοι πια, φεύγαμε με σακίδια, ψωμιά, τυριά, νερά, σβαν και πηγαίναμε πεζοπορία, εκδρομή σε άλλες παραλίες.
Μεγάλες παρέες, πρώτα φιλιά, εφηβικά σκιρτήματα.
Οι παππούδες, γιατί οι γονείς δούλευαν στην Αθήνα, δεν ήξεραν ποτέ πού είμαστε ακριβώς. Μα δεν ανησυχούσαν. Ήμασταν όλοι μαζί. Ε, και όλο και κάποιο μάτι θα μας είχε δει και θα είχε ενημερώσει και το υπόλοιπο νησί!
Το βράδυ, κατά τις εννιά, μόλις άναβε η πρώτη λάμπα του νησιού, κάποιοι από εμάς έπρεπε να επιστρέψουμε σπίτι.
Παραμέναμε μέσα ή έτσι νόμιζαν οι μεγάλοι. Άλλοι, πιο τολμηροί, πηδούσαν απ’ τα παράθυρα και συνέχιζαν τη νύχτα…
Τρεις μήνες, κάθε καλοκαίρι. Αυτές ήταν οι διακοπές μας.
Τιμημένα ’80ς και ’90ς στον Άη Στράτη.
Τώρα πια, μεσήλικες εμείς, εκείνα τα παιδιά του τότε, με τα δικά μας παιδιά στο πλευρό μας, προσπαθούμε να αναβιώσουμε κάτι απ’ όσα ζήσαμε.
Μα έχουν αλλάξει πολλά. Και το ξέρουμε. Μόνο τα μπάνια και τα ποδήλατα μοιάζουν να έχουν μείνει ίδια στη νέα γενιά…
Κι όμως, όσο ερχόμαστε, όσο συναντιόμαστε οι παλιοί φίλοι ξανά σ’ αυτά τα εδάφη, κάτι γίνεται… ο χρόνος γυρίζει πίσω.
Ξαναγινόμαστε παιδιά, έφηβοι… κι αγγίζουμε, έστω για λίγο, εκείνη την αθωότητα…
About Author

