Το κορίτσι με το γατάκι
Η Δώρα έκλεισε ακόμη πιο σφιχτά τα μάτια της κάνοντας ότι κοιμάται κι ότι δεν ακούει το επίμονο κουδούνισμα από το θυροτηλέφωνο. Η μαμά της ξαπλωμένη δίπλα της σηκώθηκε και περπατώντας στα δάχτυλα των ποδιών της πήγε κι έκλεισε την πόρτα του υπνοδωματίου. Ο ήχος τώρα ερχόταν πιο αχνός αλλά ακόμη ξεκάθαρος.
Η μικρή την ένιωσε να ξαπλώνει πάλι δίπλα της και να της χαιδεύει τα μακριά της μαλλιά, αλλά παρέμεινε με κλειστά τα μάτια. Δεν ήθελε να καταλάβει ότι είναι ξύπνια και να τη στενοχωρήσει. Είχε ένα αίσθημα όχι ακριβώς φόβου, αλλά σίγουρα δυσάρεστο. Σκέφτηκε τον μπαμπά της. Αν εκείνος ήταν εδώ, τώρα αυτό το κουδούνι δε θα χτυπούσε έτσι. Εκείνος όμως ζούσε σε άλλο σπίτι.
Πριν λίγο καιρό την είχαν φωνάξει στο σαλόνι και της είχαν εξηγήσει ότι η μαμά κι ο μπαμπάς την αγαπάνε πολύ κι αυτό δε θα αλλάξει ποτέ, αλλά θα υπήρχε κάποια αλλαγή στη ζωή τους. Ο μπαμπάς θα πήγαινε σε ένα καινούριο σπίτι και εκείνη θα ήταν ελεύθερη να πηγαίνει εκεί όποτε το θέλει, άλλωστε ζούσαν στην επαρχία κι ήταν μικρές οι αποστάσεις. Μάλιστα θα ήταν τυχερή γιατί θα είχε δύο σπίτια δικά της ενώ άλλα παιδάκια είχαν μόνο ένα.
-Δε θέλω να έχω δύο σπίτια, τους είχε απαντήσει αλλά οι γονείς της είχαν πάρει την απόφασή τους κι εκείνη παρόλο που ήταν μικρή το κατάλαβε ότι αυτή ήταν οριστική κι αμετάκλητη.
-Είναι επειδή μαλώνετε συνέχεια; Τους είχε ρωτήσει με τρεμάμενη φωνή κοιτάζοντάς τους με τα μεγάλα της μάτια βουρκωμένα. Το γαλάζιο χρώμα τους είχε μετατραπεί σε σκούρο μπλε. Πάντα άλλαζε η απόχρωση των ματιών της όταν φορτιζόταν συναισθηματικά.
-Δε μαλώνουμε καρδούλα μου, της είχε απαντήσει η μαμά, απλώς μιλάμε δυνατά.
Μικρή είμαι είχε σκεφτεί, όχι χαζή αλλά δεν ήθελε να τους φέρει σε δύσκολη θέση αμφισβητώντας τους και σίγουρα δεν ήθελε να τους στενοχωρήσει βάζοντας μπροστά τους τα κλάματα, κάτι που ήταν έτοιμη να κάνει. Είχε ζητήσει να πάει να παίξει με τις κούκλες της στο δωμάτιό της, της το είχαν επιτρέψει και εκεί είχε ξεσπάσει όλη της τη στενοχώρια.
-Πρόσεχε γιατί είναι έξι χρονών αλλά πολύ ώριμη κι έξυπνη για την ηλικία της, συνεχιζόταν η κουβέντα στο σαλόνι ανάμεσα στους δύο πρώην συζύγους.
-Δεν έχω κάτι να προσέξω κάτι και δε χρειάζομαι νουθεσίες
-Δεν αφήνεις τις αηδίες λέω καλύτερα;
-Κι εγώ λέω να μας αδειάσεις τη γωνιά
-Δε σκόπευα να κάτσω περισσότερο. Προσοχή ποιον βάζεις στο σπίτι που μένει η κόρη μου, είχε πει την τελευταία κουβέντα ο πατέρας της μικρής κι είχε φύγει κλείνοντας με δύναμη την πόρτα πίσω του.
Λίγο καιρό αργότερα είχανε αρχίσει να χτυπάνε κάποια βραδινά τηλέφωνα που η μαμά ποτέ δε σήκωνε και τώρα ήρθε η σειρά του θυροτηλέφωνου.
Το επόμενο πρωί η μικρή προσπάθησε πλαγίως να μάθει τι συνέβη την προηγούμενη νύχτα.
-Μαμά, χθες βράδυ μου φάνηκε ότι άκουσα το κουδούνι, ξεκίνησε να λέει
-Στο όνειρό σου, μωρό μου ήταν, την έκοψε η μαμά της και της σέρβιρε μια κούπα γάλα με κακάο και δύο φέτες ψωμί αλειμμένες με μερέντα, τελειώνοντας τη συζήτηση εκεί.
Με το που τελείωσε το πρωινό της, κατέβηκε να παίξει με τα παιδιά στη μεγάλη πιλοτή. Το συνήθιζαν τα παιδιά της γειτονιάς να μαζεύονται στις πιλοτές και στις αυλές των γύρω σπιτιών, να πηγαίνουν από τη μία στην άλλη.
Εκεί που παίζανε, στα ξαφνικά και χωρίς καμία προειδοποίηση την πλησίασαν δύο αγόρια μεγαλύτερά της. Η ηλικία τους ήταν γύρω στα δέκα, τα μαλλιά τους αχτένιστα, τα ύφος τους σκληρό και το περπάτημά τους μάγκικο. Την έπιασαν απότομα από τους ώμους και την έφτυσαν στο πρόσωπό της.
-Να βρεις άλλες παρέες, της είπαν απειλητικά, εμείς δε σε θέλουμε. Στη συνέχεια, γυρίζοντας της την πλάτη τους πήγαν να παίξουν ποδόσφαιρο.
Η μικρή Δώρα ξαφνιάστηκε τόσο που έμεινε ακίνητη σαν στήλη άλατος για κάνα δυο λεπτά. Γύρισε να δει τα υπόλοιπα παιδιά, αλλά κανένα δε μίλησε, κανένα δεν την υπερασπίστηκε, όλα συνέχισαν να κάνουν ό,τι έκαναν και πριν.
Δε διαμαρτυρήθηκε, δεν αντέδρασε, σκούπισε με το χέρι της τα σάλια από το πρόσωπό της και πήγε και απομονώθηκε πίσω από ένα δέντρο. Εκεί κρυμμένη έκλαψε πολύ γι’ αυτήν την άδικη επίθεση. Μόλις σταμάτησαν τα δάκρυά της, με σκυμμένο κεφάλι, μάτια κόκκινα κι αργά βήματα γύρισε πίσω σπίτι της.
-Τι έχεις Δώρα μου; τη ρώτησε αμέσως η μαμά της που δε χρειάστηκε να της ρίξει δεύτερη ματιά για να καταλάβει ότι κάτι συνέβη στη μονάκριβη κόρη της.
Η μικρή απάντησε ότι κάποια παιδιά κάναν ζαβολιές και δεν είχε όρεξη να παίξει άλλο μαζί τους, προτιμούσε να παίξει με τις κούκλες της στο δωμάτιό της. Δεν ήξερε γιατί δεν είπε στη μαμά της το συμβάν, μάλλον ήθελε να την προστατέψει από το να την ταράξει. Γιατί η μαμά της γενικά δεν ήταν χαρούμενη το τελευταίο διάστημα και δεν ήθελε να της προσθέσει κι άλλη στενοχώρια.
-Πάμε να ψωνίσουμε κάποια πράγματα που χρειαζόμαστε της είπε ξαφνικά η μαμά και σου έχω και μια έκπληξη!
-Πάμε απάντησε απρόθυμα και ξαναβγήκαν από την πόρτα. Συνάντησαν κάποιους γείτονες που η μαμά χαιρέτησε κι εκείνοι ανταπόδωσαν σκυθρωποί.
Πήραν λίγο κρέας απ΄ τον χασάπη και λίγα λαχανικά από τον μανάβη και στη συνέχεια μπήκαν στον κήπο ενός σπιτιού. Εκεί είδαν μια γάτα με τα γατάκια της, στα οποία έτρεξε με λαχτάρα η μικρή. Η γάτα με το που είδε τους επισκέπτες, ενστικτωδώς ένιωσε τον κίνδυνο. Άρχισε να πιάνει ένα ένα τα παιδάκια της τρυφερά από το λαιμό, απομακρύνοντας τα απο κει, πηγαίνοντας τα στην πίσω πλευρά της αυλής .
Στο μεταξύ είχε βγει έξω η ιδιοκτήτρια του σπιτιού και γειτόνισά τους κι αφού μίλησε για λίγο με τη μαμά του κοριτσιού το πλησίασε και το ρώτησε χαμογελαστά: Δώρα μου, θα ήθελες να έχεις ένα γατάκι;
Το κορίτσι έγνεψε καταφατικά και τα γαλανά της μάτια άστραψαν από χαρά. Επέλεξε μια μικρή γατούλα με καταγάλανα μάτια, σαν τα δικά της, που την είχε πλησιάσει γουργουρίζοντας, ζητώντας της χάδια. Τη πήρε προστατευτικά στην αγκαλιά της όταν η μαμά της δεν ήταν παρούσα και της ψιθύρισε «θα σε προστατεύω πάντα και τίποτα κακό δε θα σου συμβεί».
Φύγανε από εκείνο το σπίτι με τη Δώρα να περπατάει χαρούμενα, σχεδόν χοροπηδώντας με το φόρεμα της να ανεμίζει στον αέρα κι ένα χαμόγελο χαραγμένο στο πρόσωπό της, κρατώντας προστατευτικά το γατάκι στο ύψος της καρδιάς της
Κι η μαμά της χαμογελούσε, ένιωθε ανακούφιση που έβλεπε ξανά την κόρη της χαρούμενη. Κάναν μια στάση στο κτηνιατρείο της γειτονιάς τους να πάρουν οδηγίες και να της κάνουν το πρώτο της εμβόλιο και μετά κι οι τρεις χαρούμενες κατηφόρισαν προς το σπίτι.
Η Δώρα το επόμενο διάστημα τάιζε το μικρό γατάκι, το έβαζε στο καρότσι που έβαζε τις κούκλες της, το πήγαινε βόλτα, κοιμόταν μαζί του, όσο κι αν η μαμά έλεγε «όχι στο κρεβάτι», ήταν μαζί συνέχεια. Του άδειαζε την άμμο, το φρόντιζε, παίζανε μαζί, ήταν αυτοκόλλητες.
Πέρασαν λίγες μέρες κι αποφάσισε να κατέβει στην αυλή με το γατάκι, να το δείξει και στα άλλα παιδιά της γειτονιάς. Απέφυγε να είναι στο οπτικό πεδίο των δύο μεγαλύτερων παιδιών που την είχαν φτύσει χωρίς λόγο και αιτία αν και τα βλεπε από μακριά που την κοιτάζαν μοχθηρά.
Έπαιζε με ένα άλλο κοριτσάκι και τη γατούλα, όταν τις πλησίασε το ένα από τα δύο αγόρια, αυτό που την είχε φτύσει πρώτο.
-Δε σου είπαμε να μην την κάνεις παρέα; Απευθύνθηκε στο κορίτσι που καθόταν δίπλα της.
-Ήθελα να παίξω με τη γατούλα, απάντησε εκείνο διστακτικά. Το αγόρι απομακρύνθηκε με ένα κακό βλέμμα αλλά μετά από λίγο επέστρεψε μαζί με τον φίλο του. Πρόσταξαν στο κορίτσι να φύγει κι εκείνο δεν περίμενε να της το πούνε δεύτερη φορά, έφυγε τρέχοντας.
Το ίδιο πήγε να κάνει κι η Δώρα αλλά δεν είχε προλάβει να κάνει δύο βήματα όταν τα αγόρια την άρπαξαν από τα μαλλιά.
-Πού πας εσύ; Δε σου είπαμε να φύγεις, φέρε το γατί εδώ, το αδέσποτο σαν τη μάνα σου, της ούρλιαξαν μες στο πρόσωπο και της το άρπαξαν από τα χέρια.
-Φέρτε το πίσω, μην το πειράξετε, αντέδρασε αμέσως το μικρό κορίτσι
Το πιο μεγαλόσωμο αγόρι απ’ τα δύο, την κράτησε σφιχτά και το άλλο άρχισε να χτυπάει με λύσσα το καημένο γατάκι
Η Δώρα προσπαθούσε να απελευθερωθεί από το κράτημα αλλά ήταν αδύνατον. Το αγόρι ήταν πολύ πιο δυνατό από εκείνη. Άρχισε να ουρλιάζει, κι εκείνο της έκλεισε το στόμα, για να τραβήξει το χέρι του απότομα την επόμενη στιγμή φωνάζοντας από πόνο. Η Δώρα τον είχε δαγκώσει όσο πιο δυνατά μπορούσε και ξεγλιστρώντας του, πήγε καταπάνω στο άλλο αγόρι, συνεχίζοντας να φωνάζει “βοήθεια” με όλη τη δύναμη των πνευμόνων της.
Τα δάκρυα τρέχανε ανεξέλεγκτα στο πρόσωπό της, σχηματίζοντας αυλάκια στα μάγουλα της. Έτρεμε ολόκληρη και προσπαθούσε με τις μικρές μπουνίτσες της, να τον πονέσει και να τον κάνει να αφήσει ήσυχο το ανυπεράσπιστο γατάκι.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, μια μεγάλη σκιά τους κάλυψε όλους και δυο δυνατά χέρια άρπαξαν από το σβέρκο τον ένα νταή, φωνάζοντας του «τι κάνεις εδώ ρε αλήτη;»
Ο μπαμπάς της, ο ήρωας της, είχε έρθει την πιο κατάλληλη στιγμή. Το αγόρι που είχε δαγκώσει η Δώρα το έβαλε στα πόδια.
Το άλλο αγόρι είχε χάσει κάθε απειλητικό ύφος κι είχε πάει στο άλλο άκρο. Παρακαλούσε τον μπαμπά της να τον αφήσει κάτω, υποσχόταν δε θα ξαναπείραζε το κορίτσι, τον ικέτευε να τον αφήσει να φύγει.
-Αν σε ξαναδώ να ενοχλείς την κόρη μου, δε θα γλιτώσεις από τα χέρια μου, το κατάλαβες; Τον ταρακουνούσε ο μπαμπάς της λες και ήταν φύλλο. Το αγόρι ψέλλισε ότι κατάλαβε.
-Δεν άκουσα τι είπες, αγρίεψε ακόμη περισσότερο ο μπαμπάς της Δώρας
-Δε θα ξαναενοχλήσω την κόρη σας είπε πιο δυνατά το αγόρι που έκλαιγε κάτω από τη σφιχτή λαβή.
-Ζήτησε της συγγνώμη αμέσως τώρα και κακομοίρη μου, να εύχεσαι να τα καταφέρει το γατάκι. Σε διαφορετική περίπτωση, θα ‘χεις μεγάλο πρόβλημα, θα φροντίσω προσωπικά γι’ αυτό.
Κι όσο για σας, ντροπή σας, γύρισε προς τις γειτόνισσες που βλέπανε τόση ώρα το σκηνικό από τα μπαλκόνια τους χωρίς να επεμβαίνουν.
-Δε βλέπατε, ε; συνέχισε ο μπαμπάς της Δώρας. Σε αυτά που πρέπει να κοιτάτε τη δουλειά σας, έχετε άποψη και σε αυτά που πρέπει να ανακατευτείτε, σφυρίζετε αδιάφορα. Κι αφήνοντας το αγόρι συμπλήρωσε «εξαφανίσου τώρα αλλά να ξέρεις ότι εμείς οι δύο δεν έχουμε τελειώσει ακόμη».
Το αγόρι δεν περίμενε να του το επαναλάβει, έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε ενώ οι γειτόνισσες έσκυψαν το κεφάλι κάτω. Είχε δίκιο ο άντρας και το γνώριζαν. Οι οικογένειες τους κρυμμένες πίσω από τις μπαλκονόπορτες, ήταν οι ηθικοί αυτουργοί για τις πράξεις των αγοριών.
Ο μπαμπάς της Δώρας σήκωσε προσεχτικά από κάτω το γατάκι που ήταν ακίνητο και πλημμυρισμένο στο αίμα, αλλά ανάπνεε, πήρε αγκαλιά τη κόρη του που ακόμα έκλαιγε αλλά ήταν φανερά ανακουφισμένη και της είπε «όλα καλά θα πάνε αγάπη μου, πάμε το γατάκι στον γιατρό, εντάξει;».
Το ιατρείο μικρών ζώων βρισκόταν στην επόμενη γωνία κι έτσι δε χάθηκε πολύτιμος χρόνος. Ο γιατρός το πήρε αμέσως στον χώρο που έκανε τις επεμβάσεις και τους είπε να περιμένουν στην αίθουσα αναμονής. Μετά από αρκετή ώρα που στη Δώρα φάνηκε αιώνας, βγήκε και τους είπε ότι το γατάκι είναι πολύ πληγωμένο αλλά πιστεύει ότι θα τα καταφέρει. Ωστόσο, τώρα κοιμόταν ναρκωμένο, θα έπρεπε να μείνει εκεί για ένα εικοσιτετράωρο και να ερχόντουσαν την επόμενη μέρα να το δούνε.
Έπειτα ο κτηνίατρος έσκυψε για να είναι στο ίδιο ύψος με τη Δώρα και της είπε κοιτώντας την στα μάτια: Οι γάτες είναι εφτάψυχες, μην το ξεχνάς αυτό, εντάξει;
Η Δώρα έγνεψε καταφατικά, κρατώντας σφιχτά το χέρι του μπαμπά της.
-Γιατρέ τι σας οφείλω; ρώτησε ο μπαμπάς της Δώρας
-θα τα πούμε αύριο, είπε ο κτηνίατρος, ας δούμε πώς θα ξημερώσει και το γατάκι, αλλά όπως σας είπα και προηγουμένως, πιστεύω θα έχει καλή εξέλιξη.
Μπαμπάς και κόρη βγήκαν από το ιατρείο και κατευθύνθηκαν προς το σπίτι της Δώρας.
-Νομίζω ότι πρέπει να κουβεντιάσουμε Δώρα μου, μαζί με τη μαμά φυσικά. Πρέπει να ξέρεις ότι μπορείς να μας λες ό,τι σε απασχολεί, ό,τι σου συμβαίνει. Εμείς είμαστε οι γονείς σου και θα είμαστε πάντα δίπλα σου. Είσαι το μοναδικό μας παιδάκι, η πριγκίπισσά μας και δεν υπάρχει τίποτα που να σε αφορά και να μην μπορείς να μας το πεις. Είσαι έτοιμη;
Η Δώρα ξαναέγνεψε καταφατικά και στη συνέχεια έχοντας φτάσει στη μονοκατοικία, χτύπησαν το κουδούνι στο θυροτηλέφωνο. Άκουσαν τον ήχο που άνοιγε την πόρτα και σπρώχνοντάς την, πέρασαν στα ενδότερα.
Η μαμά της Δώρας ξαφνιάστηκε που είδε την κόρη της μαζί με τον πρώην σύζυγό της στο κατώφλι.
-Τι συμβαίνει; Γιατί η Δώρα έκλαιγε; Ρώτησε
-Αυτό ήρθαμε να συζητήσουμε κι οι τρεις μαζί.
Μετά από μία εφ όλης της ύλης συζήτηση, η Δώρα ένιωθε πια ανακούφιση. Με το που τα είπε όλα στους γονείς της, έφυγε ένα βάρος από πάνω της και η καρδιά της έγινε ανάλαφρη σαν πούπουλο. Εκείνοι θα τα διόρθωναν όλα, της το είπαν, τη βεβαίωσαν, το ήξερε μέσα της καλά ότι οι μέρες του φόβου και της στενοχώριας ήταν πια παρελθόν κι εκείνη τους υποσχέθηκε ότι ποτέ πια ξανά δε θα τους κρατήσει μυστικό.
Τους άκουγε τώρα που κουβέντιαζαν στο σαλόνι. Λίγο νωρίτερα την είχε πάει στο κρεβάτι της ο μπαμπάς της και είχε επιστρέψει στη μαμά της. Δεν ξεχώριζε τι έλεγαν αλλά ένιωθε τόσο όμορφα και μετά από τόση υπερένταση, τα μάτια της κλείσανε χωρίς να το καταλάβει και παραδόθηκε σε ένα βαθύ ύπνο.
Στο σαλόνι οι δύο πρώην σύζυγοι συζητούσαν. Είχαν θορυβηθεί με αυτό που είχε συμβεί κι είχαν συμφωνήσει να είναι σύμμαχοι και να μην επιτρέψουν τις προσωπικές τους διαφορές να μπουν πιο πάνω από το καλό της Δώρας.
Αύριο, πρωί πρωί, θα κάνανε πρώτα μια επίσκεψη στους γονείς των παιδιών που είχαν τρομοκρατήσει τη μικρή και βασανίσει το γατάκι. Θα τους μιλούσαν και θα περίμεναν να δούνε αντίδρασή τους, πώς θα μιλούσαν στους γιους τους, αν θα παίρνανε διαβεβαίωση οτι δε θα επαναληφθεί. Αναλόγως του αποτέλεσματος της επίσκεψης θα κινούνταν σχετικά.
Επειτα, πάντα ο ένας από τους δύο θα ήταν σε επιφυλακή και με το μάτι άγρυπνο πάνω στη μικρή τους κι ίσως να έπρεπε να κανονίσουν και κάποια συνεδρία με έναν παιδοψυχολόγο.
Δε θα επέτρεπαν ποτέ ξανά να στενοχωρήσει κάποιος τη μοναχοκόρη τους, το μοναχοπαίδι τους που κι οι δύο αγαπούσαν περισσότερο κι από τη ζωή τους.
Ο πατέρας της Δώρας έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο της πρώην γυναίκας του, την καληνύχτησε κι έφυγε από το σπίτι. Αύριο το πρωί, θα επέστρεφε για να εφαρμόσουν όσα είχαν αποφασίσει.