Βιβλία ενηλίκων,  Να σου πω μια ιστορία;

Έντγκαρ Άλαν Πόε και Wednesday| What if?

Μοιραστείτε το :

Ο Έντγκαρ Άλαν Πόε, πάντα ακριβής στα σκοτάδια του, έφτασε πρώτος στο ραντεβού τους.

Το σημείο συνάντησης το είχε επιλέξει η Wednesday κι ήταν το νεκροταφείο της περιοχής. Αναμενόμενο…

Είχε φέρει μαζί του μια γαρδένια μαραμένη, γιατί, τα ζωντανά άνθη ήταν αγένεια μπροστά στον θάνατο, ένα σκούρο καρό τραπεζομάντηλο κι ένα μπουκάλι τεκίλα, αυθεντική, αυτή με το σκουλήκι.

Εκείνη δεν άργησε να έρθει.

Κάθισε πρώτη σε μια ταφόπλακα και ακούμπησε κάτω τα μαύρα cupcakes που κρατούσε.

Εκείνος έβαλε στο κινητό του να παίζει ένα κουαρτέτο του Σοπέν για να κάνει ατμόσφαιρα και κάθισε δίπλα της.

Η Wednesday το βρήκε υπερβολικά αισιόδοξο, αλλά κράτησε την σκέψη για τον εαυτό της.

«Πίνεις;» τον ρώτησε δοκιμάζοντας μια γερή γουλιά κατευθείαν από το μπουκάλι.

«Μόνο όταν πονάω», αποκρίθηκε.

«Άρα… πάντα», σχολίασε εκείνη, και του το έδωσε πίσω.

Χωρίς να το καταλάβουν, αρχισαν να μιλάνε για τη ζωή τους, δηλαδή για όλα όσα δεν πήγαν καλά,

για τα χόμπι τους- άρεσε και στους δύο να γράφουν ιστορίες-

για κηδείες που μοιάζουν με ποιήματα, για αγάπες που τελειώνουν με επιτύμβιες επιγραφές.

«Το πρώτο μου αγόρι ηταν τέρας hyde, όπως θα έχεις ακούσει. Ήθελε να με αφανίσει».

«Η γυναίκα μου, πέθανε νέα και παραλίγο να αφανιστώ μόνος μου. Άφησε πίσω της έναν άντρα που δεν ξαναβρήκε ποτέ τη λογική του».

Η Wednesday τον κοίταξε με εκείνο το βλέμμα που μοιάζει με αιχμηρό χάδι.

«Την ξαδέρφη σου λες; Τουλάχιστον πέθανε όμορφα», είπε. «Οι περισσότεροι ζουν άσχημα», συμπλήρωσε.

Ο Πόε χαμήλωσε το βλέμμα. «Δεν ξεπέρασα ποτέ ότι η Βιρτζίνια δεν υπάρχει πια», της είπε.

«Τίποτα δεν υπάρχει πια. Όταν δεν υπάρχει γύρω μας τίποτα αληθινό, πώς να υποψιαστουνε οτι όλα ειναι ψεύτικα;» του απάντησε, σκεπτόμενη τα δικά της και το μάθημα του Λιαντίνη.

«Ήταν να ξαναπαντρευτώ», της είπε σιγά. «Με τη Σάρα Έλμυρα Ρόιστερ. Το είχαμε κανονίσει. Μα ο θάνατος, ως συνήθως, είχε άλλα σχέδια».

«Αρκετά με τις πρώην σου. Πες μου για τα γραπτά σου. Κι εγώ γράφω.

Θέλω να μου γνωρίσεις τον Εκδότη σου» σχεδόν τον διέταξε.

Το φεγγάρι είχε ανέβει ψηλά. Ένα κοράκι προσγειώθηκε κοντά τους.

«Αυτός είναι ο πραγματικός μου εκδότης», της είπε ο Πόε.

«Στα βαμπάιρ ντάιρις πάντως, που η Νουαζέτα , βλέπει λες και είναι έφηβη, αυτός είναι ο Ντέιμον».

«Τι θες να μάθεις για τα κείμενά μου…. Στην αρχή έγραφα για περιοδικά, τα οποία με πλήρωναν με ψίχουλα.

Μετά το κοράκι μου, άρχισα να γίνομαι γνωστός και να πληρώνομαι καλά αλλά τα έφαγα στο ποτό και το χαρτί».

«Μου αρέσει ο τρόπος που γράφεις» του σχολίασε επιδοκιμαστικά.

«Τότε, θα σου αφιερώσω ένα διήγημα χωρίς λύτρωση. Το γράφω αυτές τις ημέρες. Ο τίτλος του είναι “Nevermore”».

«Ωραία λέξη. Την κρατάω. Και πώς και πήγες σε στρατιωτική σχολή; Τα πας τόσο καλά με τους κανόνες και την υποταγή;» άλλαξε θέμα. Ήταν το μόνο που τη χαλούσε σε αυτόν.

«Είχα τους λόγους μου. Άλλωστε με έδιωξαν από εκεί. Αντί να κάνω κάμψεις, έγραφα ποιήματα».

Εκείνη έγνεψε με θαυμασμό. «Ο πατέρας μου θα σε λάτρευε», του είπε.

«Ο δικός μου με εγκατέλειψε. Και ο πατριός μου θύμωσε με τα χρέη μου».

«Η μητέρα μου λέει πως μερικές ψυχές γεννιούνται για να μην ανήκουν πουθενά».

«Η δική μου πέθανε όταν ήμουν μωρό», της απάντησε.

«Οι άνθρωποι φοβούνται τον θάνατο. Εγώ τον φοβάμαι μόνο όταν αργεί»

«Πάντως, νιώθω πλήρης, θα μπορούσα να πεθάνω αυτήν τη στιγμή» σχολίασε ο Πόε , νιώθοντας ρομαντικά στην τοποθεσία “νεκροταφείο”.

«Θα ήταν μια όμορφη νύχτα για αποχαιρετισμό», του απάντησε. «Ή για αρχή, δεν έχω αποφασίσει ακόμα».

Η τεκίλα είχε τελειώσει προ πολλού, το φεγγάρι είχε ανέβει ακόμα πιο ψηλά, όταν το “πράγμα”, το χέρι που τη συνόδευε παντού, ήρθε και της έκανε νόημα ότι τη χρειάζεται η Ίνιντ.

Ο Πόε, όμως ήθελε να την ξαναδεί.

«Θες να πάμε σινεμά αύριο;», ρώτησε.

«Τι παίζει;»

«Corpse Bride, του Τιμ Μπάρτον. Θα σου αρέσει»

«Πολλά υποσχόμενος τίτλος, είμαι μέσα».

«Γιατί το φεγγάρι ποτέ δεν λάμπει χωρίς να μου φέρνει όνειρα» σχολίασε ποιητικά εκείνος.

Πριν φύγουν, ο Πόε άφησε ένα σημείωμα πάνω σ’ έναν τάφο.

Η Wednesday το σήκωσε. «Ό,τι αγαπάμε, το χάνουμε, για να μπορούμε να το γράψουμε», διάβασε δυνατά.

Το δίπλωσε και το φύλαξε στην τσέπη της.

«Αυτό θα το κρατήσω», είπε και τα λεγόμενά της δε σήκωναν αντίρρηση.

Και ύστερα, έφυγαν.

Δυο φιγούρες ντυμένες σκοτάδι, περπατούσαν στο φως του φεγγαριού ενώ πίσω τους πετούσανε κοράκια.

Αν γινόντουσαν ταινία, αυτός θα ήταν ο επίλογός της.

Ο Εντγκαρ Άλαν Πόε, πέταξε ψηλά μαζί με τα κοράκια στις 7 Οκτωβρίου του 1849.

Αν κάτι μας φανεί παράταιρο, αν σκεφτούμε πως όλο αυτό μοιάζει σουρεάλ, ας ρίξουμε μια ματιά στο στιλ και σεξαπίλ του Blog!

About Author

Μοιραστείτε το :