-
Ο Σεφέρης, η Μαρώ και το Νόμπελ Λογοτεχνίας
Ο Σεφέρης διάβαζε στο σαλόνι όταν μπήκε μέσα με ορμή η Μαρώ, όπως την αποκαλούσε εκείνος. «Είσαι έτοιμος να ανοίξουμε σαμπάνιες;» τον ρώτησε και κάθισε στα γόνατά του. Από στιγμή σε στιγμή θα ανακοινώνονταν τα βραβεία Νόμπελ. «Δεν ξέρω αγάπη μου. Έχω να ανταγωνιστώ τον Σατρ, τον Νερούντα και πόσους άλλους», της είπε, πετώντας την εφημερίδα στο πάτωμα. Με εκείνη στην αγκαλιά του, η καρδιά του χτυπούσε δυνατά σαν να ήταν έφηβος. «Θα το πάρεις. Ωραίες οι κερασιές του Νερούντα αλλά έχει έρθει η στιγμή σου. Και το χρωστάνε και στην Ελλάδα από τότε που το αρνήθηκαν στον Καζαντζάκη και τον Σικελιανό» είπε και κοίταξε την ειδοποίηση στο κινητό της.…
-
Ο Ερρίκος Ντυνάν ήταν το κολιμπρί που ίδρυσε τον Ερυθρό Σταυρό
Η μάχη του Σολφερίνο είχε τελειώσει, εκείνος όμως έβλεπε κάθε βράδυ εφιάλτες. Πώς αλλιώς; Άνθρωπος ήταν όχι ρομπότ. Πώς να σβήσει από το μυαλό του τους χιλιάδες άντρες, πεσμένους στο χώμα, ο ένας να φωνάζει «μάνα», ο άλλος «νερό», να μένουν εκεί αβοήθητοι. Θα έκανε κάτι, ναι, αυτός, ένα άτομο. Θα γινόταν το μικρό κολιμπρί, που κατά τη διάρκεια της μεγάλης πυρκαγιάς στο δάσος, πήγαινε μπρος-πίσω κουβαλώντας σταγόνες νερό στο ράμφος του για να βοηθήσει στην κατάσβεσή της. Κι όταν οι υπόλοιποι θα του έλεγαν ότι η προσπάθειά του ήταν μάταιη, εκείνος θα απαντούσε: «Κάνω αυτό που μου αναλογεί». Αυτά έλεγε τώρα στους πέντε φίλους του που κάθονταν στον καναπέ…
-
Η γελοιογραφία πήγε στον πόλεμο του 1940
Βρισκόμαστε στην Αθήνα τον Νοέμβρη του 1940.Σε ένα μικρό γραφείο εφημερίδας, με πλάκες τυπογραφείου, στοίβες από χαρτιά, μυρωδιά από μελάνι και καπνό, οι λιγοστοί δημοσιογράφοι που είχαν απομείνει πηγαινοέρχονταν, με τα τσιγάρα να κρέμονται από τα χείλη- οι υπόλοιποι είχαν φύγει στο μέτωπο.Μια γραμματέας χτυπούσε μανιασμένα τη γραφομηχανή της κι ο εκδότης περίμενε ανυπόμονα τον σκιτσογράφο του.«Τι μου ’φερες σήμερα; Έχουμε μισή ώρα πριν κλείσει το φύλλο», του είπε με το που μπήκε εκείνος στο γραφείο.«Μια χαρά, προλαβαίνουμε. Δες εδώ» του απάντησε δίνοντάς του το σκίτσο που είχε φτιάξει.Έδειχνε τον Μουσολίνι να λέει με απόγνωση ότι του πήρε χρόνια να μάθει τους στρατιώτες του να σηκώνουν το ένα χέρι, ενώ…
-
Οι τρεις χάριτες του Μίμη Βιτσώρη
Βρισκόμαστε στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα, εκεί, γύρω στο 1912, όπου έλαβε χώρα ο κάτωθι αυθεντικός διάλογος! «Τίνος είσαι εσύ, είπαμε;» ρώτησε ο Διευθυντής της Σχολής τον μαθητή, που ήρθε να διακόψει τη φοίτησή του. «Δημήτρης Βιτσώρης, του Αλέξανδρου και της Αικατερίνης Βιτσώρη, το γένος Βανδή» «Team Βανδή, σαν να λέμε δηλαδή» «Team Βίσση, ιδίως τα παλιά της, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας!» «Και ποιο είναι το θέμα μας; Γιατί εγκαταλείπεις τη Σχολή; Μας βρίσκεις λίγους για το ταλέντο σου;» τον ρώτησε, έχοντας στο πρόσωπο ζωγραφισμένο το υπέροχο ύφος της αυθεντίας. «Δε μου αρέσει το σύστημα εκπαίδευσης και τα στενά καλούπια. Θέλω να νιώθω ελεύθερος, να…
-
Ο Ραφαέλε Μόντι και οι Sisters of Mercy
Ο Ραφαέλε Μόντι άκουγε αγγλικό χαρντ ροκ στη διαπασών. Some people get by with a little understanding Some people get by with a whole lot more I don’t know why you gotta be so undemanding One thing I know, I want more, I want more Το είχε βάλει στη διαπασών και δούλευε το μάρμαρο με τρέλα! Γεννημένος το 1818 στην πρωτεύουσα της μόδας, το Μιλάνο είναι αυτό, ήξερε από μικρός ότι θα γίνει γλύπτης, διότι όλοι οι δρόμοι οδηγούσαν στη Ρώμη! Στο Γυμνάσιο είχε κερδίσει το πρώτο βραβείο για το έργο του «ο Αλέξανδρος Εκπαιδεύει τον Βουκεφάλα» και είχε τιμηθεί με το χρυσό μετάλλιο της Αυτοκρατορικής Ακαδημίας. Στην τρίτη Λυκείου…
-
Περιπέτεια στο Μουσείο του Λούβρου!
Χαζεύω νυσταγμένη πίσω από το γυαλί μου. Είμαι αγουροξυπνημένη. Ήθελα να κοιμηθώ περισσότερο, μου λείπει πολύς ύπνος αλλά οι υποχρεώσεις μου ξεκινάνε πρωί πρωί. Να είχα πέντε λεπτά ακόμα σκέφτομαι… Τι πέντε δηλαδή, εκατόν πέντε χρειάζομαι… Σηκώνομαι γιατί, δεν μπορώ να εκτεθώ στους προϊστάμενους και τους υπεύθυνους στο Μουσείο του Λούβρου. Έχω καθήκοντα και υποχρεώσεις. Είμαι ενήλικη- και μου το έλεγαν ντοντ γκρόου απ, ιτς α τραπ. «Τζοκόντα, ανοίγει η πόρτα, ήρθαν οι επισκέπτες μας, χαμογέλα, ιτς σόου τάιμ» μου λέει ο μπόντιγκαρντ μου. Τον ξέρετε, σας τον έχω συστήσει σε παλιότερη ανάρτηση, και πετάγεται απέναντι να μου φέρει καφέ μακιάτο. Ξαφνικά, παρατηρώ μια σκιά να τρέχει προς την πτέρυγα…
-
Η Ροκ και Ροκοκό κούνια του Φραγκονάρ με ολίγη από Μπονάτσο
«Ναι, είναι κανείς εδώ; Θέλω να παραγγείλω έναν πίνακα». Η φωνή αντήχησε μέσα στο εργαστήρι δυνατή και στεντόρεια. «Παρακαλώ κύριε, πώς θα μπορούσα να σας βοηθήσω;», εμφανίστηκε ο καλλιτέχνης από το μέσα δωμάτιο, κρατώντας ένα πινέλο που έσταζε. Στην πόρτα του στεκόταν ένας καλοντυμένος κύριος, που έδειχνε να τη γλεντάει τη ζωή. Το φώναζε όλο του το “είναι”, από το ντύσιμο και το ρολόι τσέπης μέχρι τη μυρωδιά από το ακριβό γαλλικό άφτερ σέιβ! «Ψάχνω τον Ζακ Λουί Δαβίντ» «Στέκεται μπροστά σας» «Το λοιπόν, αγαπητέ μου καλλιτέχνη» είπε ο βαρόνος, χαϊδεύοντας αφηρημένα το μπαστουνάκι του, «θα ήθελα να μου φιλοτεχνήσετε έναν πίνακα… κάπως ιδιαίτερο» «Ιδιαίτερο, λέγοντας;» ρώτησε ο ζωγράφος σηκώνοντας…
-
Έντγκαρ Άλαν Πόε και Wednesday| What if?
Ο Έντγκαρ Άλαν Πόε, πάντα ακριβής στα σκοτάδια του, έφτασε πρώτος στο ραντεβού τους. Το σημείο συνάντησης το είχε επιλέξει η Wednesday κι ήταν το νεκροταφείο της περιοχής. Αναμενόμενο… Είχε φέρει μαζί του μια γαρδένια μαραμένη, γιατί, τα ζωντανά άνθη ήταν αγένεια μπροστά στον θάνατο, ένα σκούρο καρό τραπεζομάντηλο κι ένα μπουκάλι τεκίλα, αυθεντική, αυτή με το σκουλήκι. Εκείνη δεν άργησε να έρθει. Κάθισε πρώτη σε μια ταφόπλακα και ακούμπησε κάτω τα μαύρα cupcakes που κρατούσε. Εκείνος έβαλε στο κινητό του να παίζει ένα κουαρτέτο του Σοπέν για να κάνει ατμόσφαιρα και κάθισε δίπλα της. Η Wednesday το βρήκε υπερβολικά αισιόδοξο, αλλά κράτησε την σκέψη για τον εαυτό της. «Πίνεις;»…
-
Στίβεν Κινγκ |από τις βραδινές βάρδιες στο καθαριστήριο, στις μόνιμες λίστες των μπεστ σέλλερς!
Ταξιδεύουμε πίσω στο χρόνο, στο 1971, που ο Στίβεν Κινγκ σιδερώνει μια στοίβα με ρούχα στο καθαριστήριο που εργάζεται. Είναι εννιά το βράδυ και νυστάζει, αλλά θα αργήσει να κοιμηθεί, πρέπει να διορθώσει και τα γραπτά των φοιτητών του πριν τους τα παραδώσει το πρωί. Και να ξεκινήσει να γράφει μια καινούρια ιστορία γιατί την προηγούμενη, την πέταξε στα σκουπίδια. Δεν του έβγαινε με τίποτα και νευριασμένος είχε τσαλακώσει τα χειρόγραφα και τα είχε στείλει να κάνουν παρέα σε κάτι στυμμένες λεμονόκουπες, των οποίων το περιεχόμενο είχε συνοδέψει το ποτό του. Τώρα κανονικά έπρεπε να γράφει και όχι να σιδερώνει πουκάμισα αγνώστων. Τι να πρωτοπλήρωνε όμως με τον μισθό του…
-
Λέων και Σοφία Τολστόι: Η τραγωδία μιας αγάπης
Η Σοφία έτρεξε στην αγκαλιά της κολλητής της, χαρούμενη!Ήταν τόσο καλές φίλες που η μια αποκαλούσε την άλλη ‘αγαπητό μου ημερολόγιο’, επειδή έλεγαν τα πάντα, κάθε μυστικό, κάθε χαρά και λύπη.«Έχω ραντεβού!» την ενημέρωσε τσιρίζοντας από ενθουσιασμό.«Με ποιον;» τσίριξε και εκείνη!Ήταν και οι δυο τους δέκα έξι χρονών, φρέσκιες σαν ίνστα φίλτρο.«Με έναν Λέοντα, λιοντάρι κανονικό» της απάντησε κοιτάζοντάς την πονηρά!«Λέγε πρώτα το όνομα και άσε το ζώδιο»«Το όνομα του είναι!»«Τον Τολστόι λες;» ρώτησε κάπως ξενερωμένη η φίλη.«Ναι, τον Κόμη Τολστόι»«Δε πα να είναι και ο Δούκας του Μπρίτζερτον»«Αχ, ναι! Τόσο κούκλος είναι και εγώ θα γίνω η Δάφνη του», συνέχισε να ονειροπολεί εκείνη.«Ρε συ αυτός είναι γέρος, φίλος των…
























