οδηγώ
Αγαπητό μου ημερολόγιο

Η οδηγός που φοβόταν να οδηγήσει

Μοιραστείτε το :

Με αυτά και με εκείνα, στο τέλος θα μάθω να οδηγώ! 

Όλο αυτό το διάστημα του κόβιντ, είναι κομβικό ως προς τη σχέση μου με το τιμόνι. 

Κι αυτό γιατί λόγω του ακατανόμαστου, δε χρησιμοποιώ πλέον τα ΜΜΜ στα οποία αραχτή και λάιτ ρέμβαζα ή έγραφα, και πηγαίνω στη δουλειά μου καθημερινώς με το γιώτα χι μου.

Κι όπως καταλαβαίνετε, τσίτα τα γκάζια. Όχι του αυτοκινήτου, τα δικά μου.

Όπου σε αυτό το διάστημα ο Μέρφυ ο τριτοξάδερφος, μου έχει προσφέρει με λαρτζοσύνη μια ποικιλία περιστατικών! Για μένα το κάνει ο συγγενής, για να έχω υλικό για το Blog!

Που λέτε, δεν πτοήθηκα όταν

  • Ηλεκτρικά πατίνια, που είναι πολύ της μοδός, προπορεύονταν μπροστά μου με την εξωφρενική ταχύτητα των 2 χιλιομέτρων την ώρα. Ξέρετε ποια. Αυτά που με το ένα πόδι μπροστά και το άλλο πίσω, κάνεις ισορροπία και τσουλάνε μόνα τους.

Που αν τύχει να περάσει μια μύγα μπροστά από τη φάτσα εκείνου που το οδηγεί ή κορνάρει ο από πίσω και τον τρομάξει, θα πάθει αυτό που παθαίνει το Κογιότ όταν πέφτει στην παγίδα που χει στήσει στο μπιπ μπιπ.

Έπρεπε να προσπεράσω όπως και δήποτε κάποιες φορές που βιαζόμουν τρελά κι η καρδούλα μου το ξέρει πώς το έκανα!

  • Οι κεραίες του μπροστινού μου τρόλεϊ βγήκαν από τη θέση τους κι ο οδηγός σκαρφαλωμένος πάνω στην οροφή του πάλευε να τις ξαναβάλει στη θέση τους.

Χαλαρή άκουγα τα “γαλλικά” του από πίσω, γιατί ξερωγω δεν περνούσα από πάνω, όπως συνήθιζε να κάνει ο Κιτ. (Αν ξέρεις ποιος είναι ο Κιτ, ανήκεις σε ευπαθή ομάδα, μην αμελείς να φοράς τη μάσκα σου. Αν δεν ξέρεις, κάνε κλικ εδώ)  

  • Ένα αυτοκίνητο με πλεύρισε κι ο οδηγός του (μου) μάρσαρε σαν τρελός, κοιτώντας με έντονα.

– ΤΙ να θέλει; Πάω πολύ αργά; Ενοχλώ; Σκεφτόμουν.

-ΒΡΟΥΜ ΒΡΟΥΥΥΥΥΜ 

-Σίριουσλι, τι θέλει από τη ζωή μου; Ας δυναμώσω λίγο Τσαουσόπουλο.

 -ΒΡΟΥΟΥΥΥΥΜΜΜΜΜ 

τι του έχω κάνει του μ#λακισμένου μωρέ

-ΒΡΡΡΡΡΟΥΥΥΥΜΜΜΜΜ 

– Κόντρα; Στα λιμανάκια ή στην Αχαρνών βρίσκομαι; Θα τον ρωτήσω, τον ρωταω τώρα: «Θες κάτι;» 

-Είσαι όμορφη!

– φφφ, όλα αυτά για ένα “ιάσο κόκλα”;!

  • Έφτασα στη δουλειά μου και στο πάρκινγκ της εταιρείας υπήρχε θέση και μάλιστα θεσάρα να το αφήσω με τη «μούρη». Απλώς θα έπρεπε να το μετακουνήσω (που λέει κι ο γιος μου) όταν θα φεύγανε οι συνάδελφοί μου που σχολάνε νωρίτερα. Γιατί να με πτοήσει αυτό;

Γι’ αυτό:

– Εεεεπ, Νουαζέτα, έχει μία θέση πίσω μου, ακούω ξαφνικά μια συνάδελφο να μου λέει, η οποία μόλις είχε παρκάρει και περπατούσε πεζή επικίνδυνα κοντά στις ρόδες μου. 

-Εεε δεν πειράζει μωρέ λέω να το αφήσω εδώ! (απαιτούσε αριστερό παρκάρισμα με την όπισθεν κι είχε μπόλικα αυτοκίνητα γύρω γύρω όλοι μου

-θα σε βοηθήσω, έλα παιδί μου, να μην το κινείς το μεσημέρι 

-εεεε, εντάξει  

-παρ’ το όλο, όοολο αριστερααα, έλα έλα, έλα σου λέω…

-εε δεν πας λίγο πιο κει, μη σε πατήσω; 

(δεν καταφέρνω να το βάλω, ξαναβγαίνω αναψοκοκκινισμένη για να το πάρω όλο από την αρχή!) 

-Έλα εεελα, έλααα, στρίψε το όλο από την άλλη τώρα! Όχι όχι, λίγο μπροστά, έλα λίγο μπροστά, τώρα πίσω, σιγά σιγά, στρίψτο κι άλλο, ώπ, ώπα… 

Εν τω μεταξύ, έχει βγει ο φύλακας και μου δίνει κι αυτός οδηγίες, έχουν έρθει και δυο τρεις άλλοι που κάπνιζαν πιο κει συν λίγους ακόμα που αράζουν πέριξ και με χαζεύουν!

Εν τέλει, πάρκαρα και δεν περίμενα τα χειροκροτήματα αλλά ανέβηκα από το στρες μου στον 8ο όροφο με τα πόδια.

Στο καπάκι ξανακατέβηκα με το ασανσέρ ισόγειο να πάω να πάρω καφέ απέξω (το κυλικείο μας ήταν κλειστό λόγω διακοπών). Όχι ότι ήμουν ακόμα στρεσαρισμένη αλλά όταν ο υπάλληλος μου έδωσε τον καφέ, απάντησα: «ευχαριστώ,  φιλάκια» λες και είναι κολλητάρι μου. 

  • Τα δαχτυλά μου έπαθαν έγκαυμα, δεν ξέρω ποιου βαθμού, πιάνοντας το τσουρουφλιστό τιμόνι του αυτοκινήτου του παρκαρισμένου έξω στο λιοπύρι με 40 βαθμούς υπό σκιά (δεν είχα βάλει το προφυλακτικό πανί από πάνω κι ως γνωστόν όταν δε χρησιμοποιείς προφύλαξη, τσουρουφλίζεσαι λίγο ή πολύ!)
  • Μπήκα στο αυτοκίνητο να φύγω από το γραφείο και διαπίστωσα ότι δεν ακούω το τσίκι τσίκι του φλας. Και δεν το άκουγα γιατί μυστηριωδώς, όσο το αυτοκίνητο περίμενε να σχολάσω, χάλασαν τα φλας (και το αλάρμ). Έβγαζα χέρια από το παράθυρο και έκανα χειρονομίες και σινιάλα μέχρι να φτάσω σπιτάκι μου!

ΠΤΟΗΘΗΚΑ ΟΜΩΣ ΟΤΑΝ 

  • Eκεί που οδηγούσα με χάρη και ομορφιά, άκουσα ξαφνικά κι από το πουθενά κάτι γκράνγκα γκρούγκα.

Ο ο ου, αυτό δεν πρέπει να είναι καλό. Καλά θα το δει στο σπίτι ο φουντουκοπατέρας, σκέφτηκα.

Το γκράγκα γκρούγκα όμως, λίγα λεπτά αργότερα άρχισε να γίνεται ΓΚΡΑΓΚΑ ΓΚΡΟΥΓΚΑ. Το αυτοκίνητο βαριανάσαινε, αγκομαχούσε με δυσκολία τσουλούσε.

Μαύρα φίδια με ζώσανε από παντού, το σενάριο του να τα καταφέρω να φτάσω μέχρι το σπίτι άρχισε να μη θεωρείται ρεαλιστικό, αλλά συνέχισα να οδηγώ.

Εν τω μεταξύ, με πιάσανε και όλα τα κόκκινα φανάρια, γιατί είπαμε, ο Μέρφυ τριτοξάδερφος!

Όταν είδα καπνούς να βγαίνουν από το καπό, ε, είχε έρθει πλέον η ώρα να πτοηθώ και να πανικοβληθώ! 

Οου μάι γκαντ! ΟΟΥ ΜΑΙ ΓΚΑΝΤ!!!Mayday, MAYDAYYYY!

Τι να κάνω… ΤΙ ΝΑ ΚΑΝΩΩΩΩΩ, Κάποιος να με βοηθήσειιιιιι!!!!Δεν μπορώ, σταματήστε να κατέβω.

Γούμαν πουτ γιορ σιτ τουγκέδερ, είσαι εν κινήσει, είσαι μόνη, δες τι θα κάνεις, η λιποθυμία ιζ νοτ εν όψιον!

Να έχω ανάψει τα αλάρμ και να προσπαθώ να βρω μια γωνίτσα να τρουπώσω, να το παρατήσω και να σώσω τη ζωή μου -είχα ήδη κάνει εικόνα το αυτοκίνητο να τυλίγεται στις φλόγες μαζί με εμένα. 

Να μην μπορώ να το αφήσω πουθενά, σ’όλη τη δεξιά λωρίδα υπήρχαν παρκαρισμένα αυτοκίνητα και στις άλλες δύο, εκ των οποίων η αριστερή ήταν για να στρίβουν, γινόταν το σώσε. 

Να τρέμουν τα πόδια στο γκάζι, φρένο, αμπραγιάζ, να τρέμουν τα χέρια στο τιμόνι, να τρέμω ολόκληρη, να προσεύχομαι, να λέω το πάτερ ημών επαναλαμβανόμενα, να βρεθεί μια ακρούλα να το αφήσω. 

Τελικά, οι προσευχές μου έπιασαν τόπο. Μόνο που δε φίλησα το χώμα κάτω, όταν κατέβηκα από το όχημα!!

Έχω την αίσθηση -και συμφωνούν κι άλλοι άνθρωποι με αυτήν- ότι ένα δευτερόλεπτο ακόμα να περνούσε, θα καιγόταν η μηχανή και το αυτοκίνητο θα ήταν για τον σκουπιδοντενεκέ.

Πήρα το δρομί δρομάκι με το πόδι για το σπίτι, είχα τέτοια ένταση που δεν μπορούσα να μπω σε ταξί. 

  • Την επόμενη μέρα, κάπως έπρεπε να πάω τα παιδιά στο camp κι εγώ στο γραφείο. “Η μόνη λύση που υπάρχει και δε θα σ’ αρέσει” άρχισε να μου λέει διστακτικά ο φουντουκοπατέρας, “είναι να πάρεις το αυτοκίνητο του φουντουκοθείου”.

“Θα το πάρω!”!Έμεινε άλαλος! Αν ήταν η ερώτηση του ενός εκατομμυρίου ευρώ σε τηλεπαιχνίδι, τώρα θα είχαμε χάσει ένα εκατομμύριο ευρώ!

Το αυτοκίνητο είναι τζιποειδές και καμία σχέση με το μικρούλι ταλαιπωρημένο μου αυτοκινητάκι που και να αποκτήσει μία γρατζουνίτσα ακόμα, δεν έγινε τίποτα, θα κάνει παρέα στις άλλες!

Τι να σου πρωτοπώ. Καταρχάς, ένιωθα λες και μπήκα σε νταλίκα, έτσι όπως σκαρφάλωσα στο κάθισμα! Αχαχαχα, σόρρυ, αλλά έτσι ένιωθα!

Κατά δεύτερον, έφαγα ένα δεκάλεπτο το πρωί προσπαθώντας να ανοίξω τις πίσω πόρτες για να μπούνε τα παιδιά. Είχε κόλπο, που ξέρω γω, με άφησαν να το ανακαλύψω μόνη μου! Σκέφτηκαν ίσως ότι Πλάκα θα είχε. 

Στη συνέχεια, διαπίστωσα ότι δε φτάνανε τα πόδια μου στα πετάλια, κι όχι γιατί ήταν πολύ πίσω το κάθισμα.

Το έφερα όσο πιο μπροστά γινόταν, εν τέλει, κατάφερα να οδηγήσω με το μισό πέλμα! Η φτέρνα δεν κατάφερε να ακουμπήσει έδαφος σε όλη τη διαδρομή! Ευτυχώς που είναι γυμνασμένο κάπως το πόδι, ρίξε μια ματιά κι εδώ!

Πριν οδηγήσω όμως, μου έσβησε η μηχανή και τέσσερις φορές μη σου πω. Αυτό πριν καν ξεπαρκάρω. Όταν πάτησα πιο έντονα το γκάζι, ξεσηκώνοντας όλη τη γειτονιά από το γκρουααααρρρρρ που ακούστηκε, ξεκινήσαμε επιτέλους κι η μικρή μου ενθουσιασμένη φώναξε: «μαμά μπλάααβο! Τα κατάφελες!». 

Κατάφερα να τους πάω στο καμπ, όπου δεν έβρισκα το αλάρμ για να σταματήσω, έφαγα και μια μούτζα συνοδείας “μάλλον είσαι ηλίθια” και στη συνέχεια, κατάφερα να φτάσω μέχρι το γραφείο!

Τα κατάφερα κι ας έτρεμα σε όλη τη διαδρομή ωσάν το μπαρμπούνι ή να πω μελανούρι καλύτερα, την οποία περισσότερη διαδρομή την πήγα με δευτέρα! Η τρίτη ταχύτητα δε μου έμπαινε με τίποτα, έτσι να μου δυσκολέψει τη ζωή κι αυτή!

Κάθε φορά που την έβαζα, ακουγόταν ένα ΓΚΡΟΥΑΑΑΡΡ, μούγκριζε λόγω τιμής. Τα παράτησα κι εγώ! Με δευτέρα; Με δευτέρα!

Πρώτη φορά που χάρηκα τόσο και με θεώρησα τυχερή που πηγαίναμε όλοι σημειωτόν απ΄την απίστευτη κίνηση!

Εδώ να σημειωθεί ότι ΑΝΤΙΣΤΑΘΗΚΑ ΜΕ ΟΛΕΣ ΜΟΥ ΤΙΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ για να μην πάρω ταξί! 

Και να πω ότι ο Μέρφυ είχε αλλού την προσοχή του κι όταν έφτασα στον προορισμό μου, ώρα που δε βρίσκεις να παρκάρεις με την καμία, κι εκεί που αναρωτιόμουν πού να το βάλω – Ειρήνη, δε χρειάζεται να απαντήσεις-  εμφανίστηκε ένας σαν από μηχανής θεός χριστιανός και ξεπάρκαρε ακριβώς μπροστά μου. Απλώς προχώρησα ένα μέτρο και το άφησα!  

Βγήκα από το αυτοκίνητο λούτσα στον ιδρώτα! Λες και είχα μπει στο ντουζ με τα ρούχα!

Έτσι που λέτε! 

Και λέει έρθει η στιγμή που θα οδηγώ άνετα, αβίαστα και αβασάνιστα! Νομίζω πιο πιθανό να κερδίσω στο τηλεπαιχνίδι που ανέφερα προηγουμένως, ένα εκατομμύριο ευρώ!

About Author

Μοιραστείτε το :