Η μέρα που νόμιζα ότι μου κλέψαν το αυτοκίνητο!
Οι ιστορίες με το αυτοκίνητό μου δεν τελειώνουν εδώ, αλλά συνεχίζουν ακάθεκτες!
Περπατούσα αμέριμνη από τη βόλτα μου στο κέντρο -κι όταν λέω κέντρο, εννοώ λιγότερο την Πλάκα, περισσότερο το Μεταξουργείο- κουβαλώντας και κάτι τσάντες με καινούρια βιβλία που είχα αγοράσει -γιατί ακόμα χωράμε μωρέ στο σπίτι, να, αν βγάλω και πετάξω τα τάπερ από το ντουλάπι, αυτά τα χωρίς καπάκι, αμέσως βρίσκεται χώρος,
ΌΤΑΝ
όπως είμαι με τις τσαντάρες, βλέπω μπροστά μου άτσαλα παρκαρισμένο, με αλάρμ, ένα ταλαιπωρημένο (γρατζουνιές, τρακαρίσματα, κουλουπού) αυτοκίνητο ΟΛΟΙΔΙΟ με το δικό μου. Το μισό πάνω στο πεζοδρόμιο, το άλλο μισό από κάτω, πάνω σε στροφή.
Που και το δικό μου έτσι το χα παρκάρει, έτσι παρκάρω γενικώς δηλαδή, αλλά όχι εκεί, δυο τρία στενά παρακάτω.
Πλησιάζω τρεμάμενη να δω τις πινακίδες, λέγοντας από μέσα μου «Υψηλοτάτη Ζουζούνα Μανάρα» -ναι γέλα αν θες, αλλά εγώ έτσι θυμάμαι τα αρχικά από τις πινακίδες μου!
Δεν το σκέφτηκα μόνη μου, είναι κόλπο που έχω ξεσηκώσει από τα 5 λαγωνικά ή από τους Μυστικούς 7, αν διάβαζες Ένιντ Μπλάιτον στην εφηβεία σου, με “πιάνεις”!
Πλησιάζω λοιπόν και βλέπω ότι… δεν είχε πινακίδες!
Βλέπω και κάτι απομεινάρια από ξεκολλημένα αυτοκόλλητα στα τζάμια, εκεί που είχα τα «baby on board» και παθαίνω τρα λαλα.
Όταν είδα και τις κουτσουλιές στα τζάμια, τις ίδιες ακριβώς κουτσουλιές στα ίδια ακριβώς σημεία, ε, δε χρειαζόμουν άλλες αποδείξεις και ονόματα. Ηλίου φαεινότερον, μου κλέψαν το αυτοκίνητο!
ΘΕΜΟΥ ΘΕΜΟΥ, μου κλέψαν το αυτοκίνητο!
Η καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή, τα γόνατά μου να λυγίζουν, να λέω δεν μπορεί να μου συμβαίνει αυτό, στην ίδια ακριβώς περιοχή που μου βούτηξαν το κινητό και έπιασα τον κλέφτη κινηματογραφικά επ αυτοφώρο, τώρα να συμβαίνει αυτό!
Να μην ξέρω τι να κάνω. Να κόβω με τις τσαντάρες βόλτα γύρω γύρω το αυτοκίνητο, όπως ο σκύλος γύρω από την ουρά του.
Να κοιτάζω γύρω μου, μήπως έρχεται ο κλέφτης, που ξέρωγω πετάχτηκε στο περίπτερο να πάρει τσιγάρα, εξού και τα αλάρμ, και δώστου το γύρω γύρω όλοι από το αυτοκίνητο.
Τι να κάνω; Τι να κάνω, Να πάρω τηλ την αστυνομία; Ποιο είναι; Το 100; που ρωτούσε μια φορά κι ένα καιρό κι η Βατίδου τον Κούγια, τον σύζυγό της.
Ε, ας πάρω τον δικό μου σύζυγο κι εγώ που είναι 7387438 χλμ μακριά, που θα ξέρει τι να κάνω.
Να τρέμουν τα χέρια μου και να μην μπορώ να πληκτρολογήσω το νούμερό του, να πατάω άλλα αντί άλλων κουμπιά και ταυτόχρονα να έχω το νου μου, μην έρθει το κακοποιό στοιχείο, που όσο και να πεις, έχει μπόλικα η περιοχή, η αλήθεια είναι αυτή.
Μήπως πρώτα να πάω να δω ότι όντως δεν είναι εκεί που είχα παρκάρει, ναι, αλλά αν φύγω και έρθει ο κλέφτης; Και αν έρθει τώρα τι θα του πω «φριζ, λετ δε κις ντάουν σλόουλι;»
Τα κις είπα; Για να δω τα κλειδιά μου, α, το σήκωσε βιντεοκλήση ο άντρας μου.
«ΦΟΥΝΤΟΥΚΟΠΑΤΕΡΑ, ΜΟΥ ΚΛΕΨΑΝ ΤΟ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ!! »
«ΤΙΙΙΙΙΙΙΙΙ;;; Πού ακριβώς είσαι; Να φωνάξεις την αστυνομία!
“Ναι, δηλ, τι να κάνω ακριβώς”
“Για ένα λεπτό… εε, Νουαζέτα δεν είναι αυτό το αυτοκίνητό σου, έχει άλλες ζάντες και προφυλακτήρα»
«Εεεε, δεν ξέρω το αυτοκίνητό μου;;;! Αυτό είναι!! Προφανώς, άλλαξαν ζάντες και προφυλακτήρα!»
«Σιγά μη στο βάψανε κιόλας ρε συ Νουαζέτα»
Εν τω μεταξύ, όση ώρα συζητούσαμε, με εμένα να ακουμπάω πάνω στο αυτοκίνητο που ήταν παρατημένο όπως όπως, πάνω στη στροφή με αλάρμ, διάφοροι θέλανε να στρίψουνε και ζοριζόντουσαν.
Πραγματικά, όποιος το είχε κλέψει, χρειαζόταν εξάσκηση στο παρκάρισμα! Χειρότερος κι από μένα!
Ο καλύτερος απ’ όλους αυτούς έμοιαζε με τον Μπάμπη τον Σουγιά.
Ε, αυτοί θεωρώντας ότι είναι δικό μου, μου φώναζαν διάφορα ευγενικά και κοσμητικά κι ένας μάλιστα ήταν έτοιμος να κατέβει, αλλά απομακρύνθηκα σφυρίζοντας αδιάφορα, τύπου δεν το έχω ξαναδεί αυτό το αυτοκίνητο, μη μου ρθει και καμιά αδέσποτη από το πουθενά.
«Σε κλείνω, θα πάρω την αστυνομία», λέω στον άντρα μου.
Πρώτα όμως θα ανοίξω με τα κλειδιά μου, θα μπω μέσα και θα κλειδώσω.
Να ψάχνω την τσάντα μου, απ΄την οποία μόνο εσύ λείπεις, με τα χέρια μου που συνέχιζαν να τρέμουν, γιατί ο χρόνος περνούσε κι ο κλέφτης όπου να ναι θα ερχόταν και θα μου κανε “τζα!”, και να μην μπορώ να τα βρω.
Με τα πολλά τα βρίσκω, τα βάζω στη κλειδαριά, να τα, μπαίνουν. Γυρίζω να ξεκλειδώσω, δεν ξεκλείδωνε.
Ξανά μανά, τίποτα. Άλλαξε κλειδαριά; Βρε λες;;; Λες να μην είναι το δικό μου;
Φεύγω τρέχοντας, μαραθωνοδρόμος, όχι αστεία, στο σημείο που είχα παρκάρει και… βρίσκω το αυτοκινητάκι μου εκεί που το είχα αφήσει!
Μια ανακούφιση, άλλο πράγμα! Τι να σου λέω!
Ξαναπαίρνω φουντουκοπατέρα.
“Ελα, τελικά, δεν ήταν το δικό μου!”
“Σώπα! Πάντως, πιο πολύ μας σύμφερε να στο κλέψουν και να πάρουμε την αποζημίωση!
Και για να μη με περάσεις για τρελή, κοίτα το αυτοκίνητο μου (φαντάσου το με κουτσουλιά στο παραθύρι):
Και το αυτοκίνητο σωσία, που δεν είχε πινακίδες κι είχε και την κουτσουλιά!
Πες μου!!